15 Ιανουαρίου 2023

Κάποιες σκέψεις για τη σχέση θεωρίας και νομολογίας στο δημόσιο δίκαιο. Η επίδραση του Αριστόβουλου Μάνεση

Συμμετοχή σε στρογγυλό τραπέζι για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Αριστόβουλου Μάνεση.

Κάποιες σκέψεις για τη σχέση θεωρίας και νομολογίας στο δημόσιο δίκαιο. Η επίδραση του Αριστόβουλου Μάνεση.

Η φήμη του Αριστόβουλου Μάνεση ως σπουδαίου καθηγητή του συνταγματικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ήταν ήδη διάχυτη ανάμεσα  στους πρωτοετείς φοιτητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών πριν ακόμα  τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Δίδασκε, έλεγαν, ένας καθηγητής στη Θεσσαλονίκη που έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους, ο οποίος  έδινε έμφαση στη διδασκαλία όχι τόσο της οργάνωσης του Πολιτεύματος, όσο  των πολιτικών ελευθεριών και τα δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως αυτές μπορούσαν να αναλυθούν στο πλαίσιο ενός ατελούς Συντάγματος, όπως ήταν εκείνο του 1952. Για τους φοιτητές της συντηρητικής Νομικής Σχολής της Αθήνας, η φήμη του Μάνεση και της διδασκαλίας του ηχούσε ως κάτι το ιδιαίτερο και για κάποιους  το ανατρεπτικό. Ο Μάνεσης υπήρξε απλά ένας πρωτοπόρος. Το κατεστημένο της εποχής τον ειρωνευόταν μέχρι που αναγκάστηκε τελικά και αυτό να υποκλιθεί μπροστά του μετά τη στάση που κράτησε, ως καθηγητής και ως πολίτης, σε δύσκολες ώρες για την Ελλάδα και τη Δημοκρατία. Όρθωσε το  επιστημονικό του ανάστημα δημόσια όταν, παράλληλα με τον  θαρραλέο επίσης καθηγητή της Νομικής Σχολής Αθηνών Φαίδωνα Βεγλερή, καυτηρίασε τον αντισυνταγματικό εξαναγκασμό σε παραίτηση του Πρωθυπουργού Γεώργιου Παπανδρέου από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο τον Ιούλιο του 1965. Λίγο αργότερα, το 1968, ο Αριστόβουλος Μάνεσης κάλεσε τους φοιτητές,  πριν εκδιωχθεί από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από τη δικτατορία των συνταγματαρχών, να μην φοβούνται την άνομη βία με την επίκληση της γνωστής φράσης του Κάλβου για  την  ελευθερία που θέλει αρετή και τόλμη.

Η σχέση θεωρίας και νομολογίας είναι αμφίπλευρη. Οι θεωρητικοί του δικαίου με τη διδασκαλία και τη συγγραφή επηρεάζουν τους δικαστές που και αυτοί κάποτε υπήρξαν φοιτητές. Οι δικαστές στη συνέχεια με τη νομολογία που διαμορφώνουν συμβάλλουν στην θεωρητική επεξεργασία της ή οδηγούν σε νέα μονοπάτια νομικής σκέψης. Είναι γνωστό ότι το διοικητικό δίκαιο διαμορφώθηκε κυρίως νομολογιακά υπό την επίδραση αρχικά του CONSEIL D΄ΕΤΑΤ στη Γαλλία σε διεθνές επίπεδο και του ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας στη χώρα μας. Οι κώδικες ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου  που στη συνέχεια συντάχθηκαν αποτύπωσαν κυρίως τη διαμορφωμένη  διοικητική νομολογία. Ο διάλογος θεωρίας και νομολογίας είναι όμως πάντοτε διαρκής και γόνιμος. Ακόμη και η αμφισβήτηση από τους θεωρητικούς του δικαίου των νομολογιακών λύσεων που δίνουν τα δικαστήρια συμβάλλει στην αποτροπή του φαινομένου του δικαστικού ακτιβισμού και οδηγούν τους δικαστές να σκεφτούν και πάλι την ερμηνεία του κανόνα δικαίου που επιχείρησαν ή έστω να προβούν στην επαρκέστερη αιτιολόγησή της. Οι υπερβολές βέβαια των θεωρητικών κάποτε δεν λείπουν, κάποιοι θέλουν να εντυπωσιάσουν ή απλώς υπηρετούν κομματικές γραμμές ή άλλες ιδεολογικές αγκυλώσεις. Και οι δικαστικές όμως επιλογές δεν είναι πάντοτε επιτυχείς και εύλογα προκαλούν τότε ακόμα και αρνητικές αντιδράσεις. Στην εποχή μας μέγιστη αποδεικνύεται η συμβολή των δύο ευρωπαϊκών δικαστηρίων στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού δικαίου αφενός και του δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου αφετέρου. Σημαντική είναι επίσης η επιρροή  άλλων διεθνών οργάνων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων και τα δικαιοδοτικά όργανα των διεθνών συνθηκών του Ο.Η.Ε. για τα δικαιώματα του ανθρώπου γενικού ή ειδικότερου περιεχομένου.

Ο Αριστόβουλος Μάνεσης έζησε αρχικά σε μια εποχή που ακόμα και η πολιτική ελευθερία δεν ήταν δεδομένη ούτε τα δικαιώματα του ανθρώπου ιδιαίτερα σεβαστά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ίδιο το συνταγματικό δίκαιο το ονόμαζε μάθημα ή τεχνική πολιτικής ελευθερίας, σε εποχές που η Σύμβαση της Ρώμης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου(η Ε.Σ.Δ.Α.), ενώ είχε κυρωθεί με νόμο από το 1953, υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 1952 δεν είχε υπερνομοθετική ισχύ. Η ίδια η ατομική προσφυγή για παράβαση της Ε.Σ.Δ.Α. υιοθετήθηκε από την Ελλάδα πολύ αργότερα, το έτος 1985, αρκετά δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος ακόμα και του Συντάγματος του 1975.

Θα επιχειρήσω να διατυπώσω κάποιες σύντομες σκέψεις  για την επίδραση  της ελληνικής θεωρίας και μάλιστα των απόψεων  του Αριστόβουλου Μάνεση στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων σε θέματα εκλογικού δικαίου. Τα θέματα αυτά είχα την ευκαιρία να χειριστώ παλαιότερα, είτε ως μέλος του Α.Ε.Δ., είτε ως Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος του Σ.τ.Ε., το οποίο ήταν και είναι πάντα αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών σχετικά με την εκλογή των αιρετών αρχόντων των τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού.

Πρέπει να σημειωθεί  ότι η εκλογική νομολογία στην Ελλάδα  υπήρξε μόνο σχετικά επιτυχής . Αντιμετώπισε μάλλον με επάρκεια, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, τις τρέχουσες εκλογικές διαφορές, ήταν όμως ιδιαίτερα διστακτική όταν κλήθηκε να λύσει τα μεγάλα ζητήματα εκλογικού δικαίου. Η νομολογία βέβαια του παλαιού Εκλογοδικείου  διακρινόταν συχνά για τις αντιφατικές λύσεις που εκάστοτε προέκρινε. Αναφέρομαι  κυρίως στο ζήτημα αν κάποια διακριτικά γνωρίσματα  καθιστούν ένα ψηφοδέλτιο άκυρο ή όχι. Η νομολογία του Α.Ε.Δ. που διαμορφώθηκε μετά το Σύνταγμα του 1975 ήταν  στο σημείο αυτό  αλλά και γενικότερα περισσότερο συνεκτική και συνεπής, πλην και αυτή δεν υπήρξε συνήθως τολμηρή. Οι θεωρητικοί του Συνταγματικού Δικαίου, με πρωτοπόρο αρχικά   τον Αριστόβουλο Μάνεση και μεταγενέστερα κυρίως τον αείμνηστο Γιώργο Παπαδημητρίου και  τον Γιώργο Σωτηρέλη  εκκινούν πάντοτε από την παραδοχή ότι η εκλογική διαδικασία πρέπει να διακρίνεται από δύο χαρακτηριστικά: α)  κάθε πολίτης διαθέτει  μόνο μια ψήφο και β)  οι ψήφοι των πολιτών είναι νομικά ισοδύναμες και  το νομικό έρεισμα της παραδοχής αυτής πρέπει να αναζητηθεί είτε στην αρχή της καθολικής ψηφοφορίας (άρθρο 51παρ. 3 του Συντάγματος) και τη γενική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ.1 και 2 του Συντάγματος), είτε αποκλειστικά στην τελευταία. Σε τελευταία ανάλυση βέβαια η όποια παραδοχή  απορρέει από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.

Υποστηρίχθηκε  από τον Γ. Παπαδημητρίου ότι η έλλειψη σαφούς εννοιολογικής περιγραφής στο Σύνταγμα  της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου δεν σημαίνει και πλήρη ελευθεριότητα του κοινού νομοθέτη ως προς τον καθορισμό του εκλογικού συστήματος. Το Α.Ε.Δ. από την πλευρά του, μολονότι δέχεται ότι το εκλογικό σύστημα πρέπει να επιτρέπει «την ευρύτερη δυνατή λαϊκή εκπροσώπηση», αρνείται σταθερά να αξιολογήσει τις  κατά περιόδους  «κρατούσες πολιτικές περιστάσεις», των οποίων γίνεται επίκληση από το νομοθέτη διαχρονικά  για την ψήφιση  διαφορετικού εκάστοτε  εκλογικού συστήματος. Αρνείται  να ασκήσει τον οποιοδήποτε έλεγχο στην επίκληση αόριστα ως λόγου δημοσίου συμφέροντος «της πολιτικής και κυβερνητικής σταθερότητας». Έτσι η νομολογία του Εκλογοδικείου παλαιότερα και του Α.Ε.Δ. μεταγενέστερα ανέχθηκε και τα πλέον ακραία εκλογικά συστήματα που εξυπηρέτησαν την συγκυριακή κομματική σκοπιμότητα και κάποτε παραμέρισαν σε μεγάλο βαθμό στην πράξη την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου.  Ο Αριστόβουλος Μάνεσης, μάλιστα, είχε προβεί, ως Πρόεδρος της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, σε κριτική της διαφορετικής μεταχείρισης από τα εκλογικά συστήματα  των κομμάτων από τους συνασπισμούς των κομμάτων. Η νομολογία δεν φαίνεται να ασχολήθηκε  με τη συνταγματικότητα αυτής της αδικαιολόγητης διαφοροποίησης. Ελπίζω να το κάνει στο μέλλον μετά από ένσταση των συνασπισμών  των κομμάτων, αφού προηγουμένως αυτοί πάρουν μέρος στις εκλογές με την επιφύλαξη της συνταγματικότητας της διαφορετικής μεταχείρισής τους από τον εκλογικό νόμο. Στο Α.Ε.Δ. στη συνέχεια θα μπορούσε να προβληθεί η αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης. Μια παλαιά απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που αφορούσε τον καθορισμό νέων ορίων μιας εκλογικής περιφέρειας για τις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης θα μπορούσε να αποτελέσει σχετικό νομολογιακό οδηγό.

Αξίζει περαιτέρω να αναφερθούμε σε δύο ειδικότερες περιπτώσεις που ο διάλογος θεωρίας και νομολογίας υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός. Πρόκειται για   εκλογικές δίκες  της τοπικής αυτοδιοίκησης σε ζητήματα για τα οποία είχε προϋπάρξει θεωρητική επεξεργασία.

Η πρώτη από τις περιπτώσεις αυτές αναφέρεται στην απονομή στον  πλειοψηφήσαντα σχετικά  συνδυασμό ενός  αναλογικά πολύ μεγάλου ποσοστού επί των εδρών. Αρχικά, ένας παλαιότερος  νόμος (ο ν.1065/1980)  παραχωρούσε  στον συνδυασμό αυτό το υπερβολικό ποσοστό των  2/3 των εδρών. Στη συνέχεια, με διαδοχικούς νόμους το ποσοστό ορίστηκε στο επίσης μεγάλο ποσοστό των 3/5 των εδρών. Στόχος ήταν η επίτευξη μονοπαραταξιακής «κυβερνητικής σταθερότητας» ή «κυβερνησιμότητας» ή «διοικητικής αποτελεσματικότητας», σύμφωνα με την εκάστοτε ορολογία που επέλεγε ο νομοθέτης. Τόσο ο  Γ. Παπαδημητρίου όσο και ο Γ. Σωτηρέλης άσκησαν έντονη κριτική σε αυτές τις νομοθετικές επιλογές. Ο πρώτος, αναφερόμενος στο εκλογικό σύστημα του ν.1270/1982, έγραφε εμφαντικά ότι το εκλογικό σύστημα εκείνο ήταν αντίθετο στη συνταγματική αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου, συρρίκνωνε και νόθευε τις βάσεις του αντιπροσωπευτικού συστήματος  και οδηγούσε τελικά στην απονεύρωση της κορυφαίας αρχής  της λαϊκής κυριαρχίας στο επίπεδο της δημοτικής εξουσίας. Τα ίδια επιχειρήματα υποστηρίχθηκαν και για την ισχύ του άρθρου 2 του ν.3432/2006. Σε μια από τις εκλογικές υποθέσεις που οδηγήθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας το δικαστήριο αυτό έκρινε σε επίπεδο επταμελούς σύνθεσης Τμήματος κατά πλειοψηφία (με την 118/2008 απόφαση του Γ΄ Τμήματος) ότι το όλο σύστημα ανάδειξης των οργάνων διοίκησης των δήμω, με βάση τη σχετική πλειοψηφία ποσοστού 42% των εγκύρων ψηφοδελτίων  που ίσχυε τότε, ήταν αντισυνταγματικό. Τούτο δε γιατί, ενόψει της ιδιαίτερης σημασίας των αρμοδιοτήτων που απονέμονταν από το νόμο στα δημοτικά συμβούλια, όταν αυτά αποφασίζουν  με την πλειοψηφία των 3/5 των εδρών (όπως π.χ. είναι η αρμοδιότητα για την ίδια την κατάργηση των δήμων με τη συνένωση ή συγχώνευσή τους με άλλους Ο.Τ.Α.), η απονομή στο συνδυασμό που πέτυχε το 42% των ψήφων των εκλογέων μιας τόσο μεγάλης πλειοψηφίας εδρών στο δημοτικό συμβούλιο υπερακοντίζει, κατά τη γνώμη του πιο πάνω Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον συνταγματικά θεμιτό σκοπό της ύπαρξης ισχυρών  οργάνων διοίκησης των δήμων και αποτελεί δυσανάλογο περιορισμό της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου και της ελεύθερης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, νοθεύοντας ουσιωδώς την αρχή της αντιπροσωπευτικότητας, η οποία αποτελεί έκφραση της δημοκρατικής αρχής, κατά παράβαση των άρθρων 102 παρ. 2, 52, 25 παρ.1 και 4, καθώς επίσης και των άρθρων 1 παρ.2 και 3 του Συντάγματος. Η άποψη αυτή του Τμήματος δεν έγινε δεκτή από την Ολομέλεια του Σ.τ.Ε., πάλι κατά πλειοψηφία(βλ. ενδεικτικά την 3685/2009 απόφασή της), παρά την αποδοχή και από αυτήν της άποψης του Τμήματος που πρώτη φορά διατυπώθηκε νομολογιακά ότι η περί της αναλογικότητας διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος έχει εφαρμογή και στην εκλογική δίκη. Αξίζει να σημειωθεί από τη γνώμη της ισχυρής μειοψηφίας της Ολομέλειας η  εξής αποστροφή: «…Κατά το μέρος που με τη θέσπιση της διατάξεως αυτής(του άρθρου 50 παρ. 1 του ν.3463/2006) επιδιώκεται η διασφάλιση της υπάρξεως ισχυρών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. . . η ρύθμιση υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο και, επομένως, παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας . . . κατά το μέρος δε που με την ίδια ρύθμιση επιδιώκεται ο επιτυχών συνδυασμός να μην στηρίζεται σε «ευκαιριακές συμμαχίες αλλά να έχει ενιαίο προγραμματικό λόγο» η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδιώκει θεμιτό σκοπό, ικανό να δικαιολογήσει απόκλιση, μάλιστα δε σε τόση έκταση, από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας του εκλογικού δικαιώματος και της ευρύτερης δυνατής λαϊκής εκπροσωπήσεως. Και η μειοψηφία της Ολομέλειας συμπληρώνει: «Τούτο δε διότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα η συνεργασία των πολιτικών φορέων που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών (και ο συνακόλουθος συγκερασμός των προγραμμάτων τους) δεν μπορεί να θεωρηθεί άνευ ετέρου κίνδυνος που η έννομη τάξη οφείλει οπωσδήποτε να αποτρέψει»!  Πόσο έγινε επίκαιρη γενικότερα αυτή η διαπίστωση τα χρόνια που ακολούθησαν αλλά και στις μέρες μας!  

Στη δεύτερη περίπτωση που θα αναφερθούμε, η επίκληση από το νομοθέτη  της ανάγκης αποτελεσματικής λειτουργίας των δήμων δεν έπεισε  την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη συνταγματικότητα  μιας συγκεκριμένης ρύθμισης. Όπως κρίθηκε πρόσφατα με τη 2377/2022 απόφαση της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε., οι διατάξεις των ν.4623/2019 και 4625/2019 κρίθηκαν αντισυνταγματικές, στο βαθμό που με αυτές άλλαξε  άμεσα ο τρόπος συγκρότησης της οικονομικής επιτροπής και της επιτροπής ποιότητας ζωής των δήμων, καταλαμβάνοντας έτσι και την ήδη διανυόμενη δημοτική περίοδο μετά τις εκλογές της 26.5.2019 και 2.6.2019, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η πλειοψηφία στις επιτροπές αυτές θα ανήκει στην παράταξη με την οποία εξελέγη ο δήμαρχος. Με τον τρόπο όμως αυτό μεταβλήθηκε, αμέσως μετά την εκλογή, το πλαίσιο άσκησης του εκλογικού δικαιώματος που κατοχυρώνεται συνταγματικά, ενώ η εκφρασθείσα βούληση των εκλογέων είχε διαμορφωθεί με βάση άλλο νομοθετικό καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο οι μεταφερθείσες στις ως άνω επιτροπές αρμοδιότητες ανήκαν στο δημοτικό συμβούλιο, ήτοι σε όργανο που διαθέτει  εκ του νόμου άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση, την οποία δεν διαθέτουν οι ως άνω επιτροπές. Εξάλλου, όπως σημειώνεται στην πιο πάνω δικαστική απόφαση, κατά τον χρόνο ψήφισης των ως άνω διατάξεων δεν είχε δοκιμασθεί στην πράξη η εφαρμογή του συστήματος της απλής αναλογικής στη διοίκηση των δήμων, προκειμένου να δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος η τόσο σοβαρή και έντονη επέμβαση του νομοθέτη αμέσως  μετά την εκφορά της λαϊκής βούλησης. Διαπιστώθηκε έτσι αντίθεση των πιο πάνω ρυθμίσεων με τα άρθρα 5 παρ. 1, 52 και 102 παρ. 2 του Συντάγματος. Πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η σωστή πιο πάνω νομολογιακή λύση  ακολούθησε τη σχετική θεωρητική προσέγγιση που προηγήθηκε  από τους καθηγητές Γ. Σωτηρέλη και Θ. Ξηρό, η οποία με τη σειρά της στηρίχθηκε σε συναφείς αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και κυρίως στην απόφαση  Α. Λυκουρέζος κατά Ελλάδος. Αξίζει να  υπογραμμισθεί ότι η απόφαση Λυκουρέζος κατά Ελλάδος όπως και η απόφαση Πασχαλίδης, Κουτμερίδης και Ζαχαράκης κατά Ελλάδος που εκδόθηκαν κατά εφαρμογή του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.  χρησιμοποίησαν ως ερμηνευτικό εργαλείο και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, τόσο σε σχέση με τους εκλογείς όσο και σε σχέση με τους εκλεγόμενους.

Από τη σύντομη ανάλυση που προηγήθηκε μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί η στενή και αμοιβαία σχέση θεωρίας και νομολογίας, άλλοτε συγκλίνουσα και άλλοτε αποκλίνουσα. Η θεωρία μάλιστα της ισοδυναμίας της ψήφου, την οποία τόσο πρόβαλε ο Μάνεσης διατηρεί πάντα την ιδιαίτερη αξία της παρά τις υποχωρήσεις  που κατά καιρούς παρατηρούνται σε σχέση με την έκταση του περιεχομένου της. Το ζήτημα είναι εκάστοτε αν αυτοί οι συμβιβασμοί είναι κατά περίπτωση συνταγματικά θεμιτοί ή όχι.

Γιώργος Σταυρόπουλος

17.12.2022