28 Μαρτίου 2020

Η θρησκευτική ελευθερία και η εκπαιδευτική της διάσταση


                    Η  θρησκευτική ελευθερία και  η  εκπαιδευτική της διάσταση

               Η σχέση  του  κάθε ανθρώπουa με το Θείο  έχει από τη φύση της   χαρακτήρα μάλλον ενδοστρεφή  και είναι   καταρχήν απόρρητη.  Αν  το εκάστοτε πρόσωπο  ακολουθήσει  πιστά  τα δόγματα κάποιας συγκεκριμένης θρησκείας ,  περιορισθεί στην αποδοχή κάποιων  από αυτά ή διαμορφώσει    μια  δική του  προσωπική σχέση με  συγκεκριμένη  εκάστοτε  θρησκεία εναπόκειται  αποκλειστικά σε αυτό. Μπορεί  κάποιος  να είναι  άθεος, αγνωστικιστής ή απλώς αδιάφορος. Η σχέση  με το Θείο  διακρίνεται  μάλιστα  συχνά   και από μια αξιοσημείωτη κινητικότητα. Μπορεί κάποιος, μια περίοδο της ζωής του , να βρίσκεται πιο κοντά στις διδασκαλίες  μιας  συγκεκριμένης θρησκείας  και  μια άλλη  να απομακρύνεται προσωρινά ή  οριστικά  από αυτές. Μπορεί κάποιος να εκδηλώνει , αν το επιθυμεί , το συγκεκριμένο εκάστοτε  θρησκευτικό του συναίσθημα , ιδιωτικά ή δημόσια , να μετέχει  σε δημόσιες  θρησκευτικές  τελετουργίες   πάντοτε, συχνά , αραιά  ή να απέχει από αυτές , να θρησκεύεται  κατ ιδίαν με τη μεγαλύτερη ή  τη μικρότερη μυστικότητα. Είναι πιθανό στο πλαίσιο  μιας οικογένειας  οι θρησκευτικές  πεποιθήσεις των μελών της  να είναι κοινές ή να διαφέρουν. Είναι πιθανό  τα παιδιά να ακολουθούν τις θρησκευτικές αντιλήψεις των γονιών τους  ,  να τις αντιμάχονται  ή να τις αγνοούν. Ακόμα είναι πιθανό κάποιος να καταρτίζει τον δικό κώδικα αξιών και τη δική του κοσμοθεωρία και βιοθεωρία επηρεαζόμενος ή όχι από μια ή περισσότερες  θρησκευτικές  ή άλλες δοξασίες και  αντιλήψεις.
                   Η θρησκευτική ελευθερία, στη νομική της διάσταση,  έχει ευρύτατο περιεχόμενο και  συνδέεται   με τις  ελευθερίες  της σκέψης και της συνείδησης . Το Σύνταγμα , μάλιστα, ορίζει,  στο άρθρο  13 παρ1 , σε  διάταξη δηλαδή  μείζονος σημασίας  αφού  αυτή δεν μπορεί να αναθεωρηθεί, κατά το άρθρο 110  αυτού ,  ότι   η ελευθερία της οποιασδήποτε  θρησκευτικής συνείδησης  είναι απαραβίαστη και ότι  η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις οποιεσδήποτε  θρησκευτικές πεποιθήσεις του  κάθε ανθρώπου.  Η σύνδεσή , επίσης, της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης   με την αρχή  της ισότητας  που  διακηρύσσεται, στη γενικότητά της ,   στο  άρθρο 4 του Συντάγματος   είναι  εμφανής. Τούτο προκύπτει και από  το άρθρο 13παρ2 του Συντάγματος που ορίζει  ότι  η οποιαδήποτε γνωστή  θρησκεία είναι ελεύθερη και τα  σχετικά με τη λατρεία  της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων και ότι, χωρίς καμιά εξαίρεση, ο προσηλυτισμός απαγορεύεται , ενώ  η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται όταν προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Το άρθρο 13πα3 του Συντάγματος   ορίζει, περαιτέρω,  ότι οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται, χωρίς διακρίσεις,  στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και έχουν τις  ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας. Καμιά, επίσης,  διάκριση  μεταξύ  των προσώπων που ακολουθούν διαφορετικές θρησκευτικές δοξασίες δεν προβλέπεται  στα άρθρα 13παρ4 και 14παρ3 του Συντάγματος.
                     Η θρησκευτική ελευθερία  όπως και η δυνατότητα απόλαυσης των δικαιωμάτων του ανθρώπου  χωρίς  θρησκευτικές διακρίσεις διακηρύσσεται και  από τα διεθνή κείμενα. Γίνεται σχετική αναφορά όχι μόνο στα άρθρα  2 και 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τις αντίστοιχες ρυθμίσεις του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα ( που κυρώθηκε με το ν.2462/1997 ) , αλλά και σε  άλλα κείμενα , όπως στα άρθρα 9 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου(Ε.Σ.Δ.Α.).  Είναι χαρακτηριστικό  ότι σύμφωνα με το άρθρο 9παρ 2 της Ε.Σ.Δ.Α.  η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο άλλων περιορισμών πέραν  εκείνων που  προβλέπονται  από  το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε  μια δημοκρατική κοινωνία για τη δημόσια ασφάλεια ,  την υγεία και την  ηθική ή για την προάσπιση των δικαιωμάτων και  των ελευθεριών των άλλων. Στο ίδιο  περίπου  νοηματικό πλαίσιο  βρίσκονται και  τα  άρθρα 10  και 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών  που προβλέπονται από τον εν λόγω Χάρτη, σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου52 , δεν μπορούν να θίγουν το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών, πρέπει να  τηρούν την αρχή της αναλογικότητας και επιτρέπεται να επιβάλλονται εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων προσώπων.
             Στο Σύνταγμα του 1975   περιέχεται  επίσης    και το άρθρο 3  που έχει  μεν ως τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας »,  πλην το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτών των σχέσεων ουδόλως προσδιορίζεται ειδικότερα σε αυτή τη  συνταγματική διάταξη.  Σημειώνεται  σε αυτή  μόνο το πραγματικό γεγονός ότι επικρατούσα θρησκεία για την πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών  είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού (  βλ. Πρακτικά  Ολομέλειας  Συντάγματος  σ. 402 )  και κατά τα λοιπά ρυθμίζονται κυρίως τα θέματα των σχέσεων της  Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας με τη  Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης . Επίσης, για λόγους  ιστορικούς , γίνεται επίκληση της  Τριαδικής Θεότητας στην επικεφαλίδα  του Συντάγματος, αλλά και για να τιμηθεί η συμβολή της θρησκείας  της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διαμόρφωση της νεοελληνικής  ταυτότητας της πλειοψηφίας των ελλήνων πολιτών.
              Ενόψει των  διατάξεων που προαναφέρθηκαν   αλλά και του άρθρου 2 του Συντάγματος που ορίζει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν  την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας,  το Συμβούλιο της Επικρατείας, με τις 2280- 2289/2001 αποφάσεις  της Πλήρους Ολομέλειάς του, έχει από καιρό δεχθεί , εξ αφορμής  του ζητήματος  της συνταγματικότητας  της  αναγραφής, υποχρεωτικά  ή  προαιρετικά, του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες των ελλήνων πολιτών , τα παρακάτω  : Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαμβάνει  μεταξύ άλλων  και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα που ακολουθεί ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του. Κανένας, σημειώνεται  στις ως άνω αποφάσεις,  δε μπορεί με οποιοδήποτε τρόπο  να εξαναγκασθεί να αποκαλύψει, είτε άμεσα  είτε έμμεσα ,  το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, υποχρεούμενος σε πράξεις ή παραλείψεις από τις οποίες τεκμαίρεται η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους. Καμιά κρατική αρχή ή κρατικό όργανο, υπογραμμίζουν οι αποφάσεις αυτές,  δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει στον απαραβίαστο, κατά το Σύνταγμα, χώρο της συνείδησης του ατόμου και να αναζητά το θρησκευτικό του φρόνημα, πολύ περισσότερο να επιβάλλει την εξωτερίκευση των όποιων πεποιθήσεων του ατόμου αναφορικά με τη σχέση του με το Θείο. Την ίδια κατεύθυνση ακολουθούν και οι  πρόσφατες 1759-1760/2019 ομόφωνες  αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. αναφορικά με το θέμα της  υποχρεωτικής  ή προαιρετικής  αναγραφής  του θρησκεύματος  στους απολυτήριους τίτλους και τα πιστοποιητικά σπουδών των εκπαιδευτικών μονάδων. Η αντίθετη ερμηνεία, σημειώνεται στις τελευταίες αυτές αποφάσεις, θα είχε ως συνέπεια την προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας , υπό την αρνητική της έκφραση, εκείνων των ελλήνων ,  οι οποίοι δεν θα  επιθυμούσαν να εκδηλώσουν τις  θρησκευτικές τους πεποιθήσεις με αυτόν τον τρόπο, αναιρώντας παράλληλα  και τη θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους.
                   Η  θρησκευτική  ουδετερότητα του Κράτους  είναι εμφανής στις διατάξεις του Συντάγματος. Αφορά, εκτός των άλλων  και την παιδεία που αποτελεί, κατά  το άρθρο 16παρ2 , βασική αποστολή του Κράτους. Εφόσον η παιδεία αποβλέπει , σύμφωνα με την ίδια συνταγματική διάταξη, στη διάπλαση των νέων ελλήνων  σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες και έχει ως σκοπό την ηθική και πνευματική αγωγή τους,  δεν μπορεί παρά  να είναι ελεύθερη  και η ανάπτυξη της θρησκευτικής τους συνείδησης, στην οποία επίσης αναφέρεται η συνταγματική αυτή διάταξη,  δηλαδή   χωρίς δηλαδή να επιβάλλονται  περιορισμοί  και δογματικές εμφυτεύσεις συγκεκριμένων θρησκευτικών αντιλήψεων στους μαθητές. Ο   μονομερής δογματικός διαποτισμός ( indoctrination ) της συνείδησης των μαθητών μέσω της επιβολής  συγκεκριμένων  θρησκευτικών  αντιλήψεων  αντιβαίνει στον πιο πάνω σκοπό της παιδείας , δε συμβάλλει στο σεβασμό της αξίας του ανθρώπου  περί του οποίου μεριμνά το άρθρο 2 του Συντάγματος  και βέβαια αντιβαίνει και στο άρθρο 5παρ1 του Συντάγματος, το οποίο υπογραμμίζει, για τον καθένα,  την ανάγκη  της ελεύθερης  ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Σ αυτό το πλαίσιο , συνειδητά  ο συνταγματικός νομοθέτης δεν αναφέρθηκε  σε  ειδικότερο περιεχόμενο  της θρησκευτικής συνείδησης , κατά τα άρθρο 16παρ2, ούτε έκανε λόγο  για την επίδραση σ αυτή των δογμάτων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ή  έστω της χριστιανικής θρησκείας   γενικότερα.   Και τούτο ήταν φυσικό γιατί   το  ελληνικό Κράτος, κατά το Σύνταγμα , δε θρησκεύεται.
               Το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία πρέπει να έχει κατά βάση θρησκειολογικό και όχι δογματικό περιεχόμενο, σύμφωνα με τις επιταγές του Συντάγματος και τις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις. Όπως τονίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου( Ε.Δ.Δ.Α.), το πρόγραμμα θρησκευτικής εκπαίδευσης  μπορεί να περιλαμβάνει πληροφορίες ή γνώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα, πλην η μετάδοσή τους πρέπει να είναι αντικειμενική , κριτική και πλουραλιστική και να μην επιδιώκει κατηχητικό σκοπό ( βλ  π.χ. αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α. Kjeldsen, σκ. 53, Folgero σκ. 84, Grselak,σκ. 104 , Osmanoglu, σκ. 91 ). Η διδασκαλία του μαθήματος  των θρησκευτικών πρέπει, περαιτέρω, να λαμβάνει υπόψη της ότι το θρησκευτικό φαινόμενο, διαχρονικά, περιλαμβάνει όψεις ιστορικές, κοινωνιολογικές, φιλοσοφικές  και άλλες, ενώ συνδέεται  με την τέχνη και τον πολιτισμό σε εθνικό και διεθνές επίπεδο . Η σημασία του μαθήματος  είναι  τόσο σημαντική , έτσι ώστε το μάθημα  πρέπει   να   έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα για όλους τους μαθητές  ανεξαρτήτως θρησκεύματος ή άλλων πεποιθήσεων αυτών ή των γονιών τους.  Βεβαίως, είναι εύλογο σε μια χώρα με αναμφίβολα  επικρατούσα  θρησκεία την Ορθοδοξία στην πλειοψηφία του πληθυσμού της  ,  οι παρεχόμενες πληροφορίες για τα διδάγματα και τις αρχές  αυτής   να είναι περισσότερες, αφού αυτές ασφαλώς θα ενδιαφέρουν τους περισσότερους μαθητές,  αυτό όμως δεν  σημαίνει ότι  δεν πρέπει να μεταφέρονται  και στους υπόλοιπους μαθητές, ανεξαρτήτως του  θρησκεύματός τους,   αρκεί η σχετική διδασκαλία  να μην έχει    δογματικό   ή ομολογιακό χαρακτήρα.
                   Η διδασκαλία των δογμάτων μιας  θρησκείας , έστω και εκείνης  την οποία πρεσβεύει η πλειοψηφία του πληθυσμού μιας χώρας , απευθυνόμενη  μάλιστα σε ανήλικα παιδιά , δε  μπορεί να αποτελεί κρατικό σκοπό στο πλαίσιο ενός  φιλελεύθερου δημοκρατικού Συντάγματος  με βάση τις αρχές  της θρησκευτικής ελευθερίας που προαναφέρθηκαν.  Την  σχετική ευθύνη γι αυτή τη διδασκαλία   δεν  μπορεί να έχει παρά η ίδια η κάθε Εκκλησία με τις δικές της δυνάμεις , ενισχυόμενη ενδεχομένως  οικονομικά από το Κράτος.  Οι  θρησκευτικοί λειτουργοί της , άλλωστε, γνωρίζουν  καλύτερα  από τους  όποιους κρατικούς  εκπαιδευτικούς,   οι οποίοι μπορεί να μην ασπάζονται  καν  οι ίδιοι την επικρατούσα θρησκεία ,  πως θα μεταφέρουν σωστά  τα δόγματα και τις αρχές της στους  ανθρώπους  και ιδιαίτερα στους νέους. Και βέβαια, καίριος είναι στην περίπτωση αυτή ο ρόλος των γονέων οι οποίοι  δικαιούνται να εξασφαλίσουν αυτοί, με δικές τους πρωτοβουλίες,  την μόρφωση και την εκπαίδευση  των παιδιών τους, σύμφωνα με τις δικιές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις, όπως  επιτάσσει το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.  Όπως, μάλιστα , έχει κριθεί από το Δικαστήριο του Στρασβούργου,  δεν παρέχεται στους γονείς το δικαίωμα να αξιώνουν από το Κράτος την οργάνωση  της διδασκαλίας με  συγκεκριμένο περιεχόμενο  στα θέματα αυτά  ( βλ. Ε.Δ.Δ.Α.   Osmanoglu , σκ. 92-95, Lautsi, σκ. 60 και 72 ).
                       Ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία πρέπει να απευθύνεται στο σύνολο των μαθητών ,  χωρίς διακρίσεις ( κατά το άρθρο 14 της Ε.Σ.Δ.Α.),  ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ίδιων ή των γονέων τους. Οι ίδιοι, άλλωστε, οι μαθητές , καθώς είναι  συνήθως ανήλικοι , είναι  μάλλον απίθανο να έχουν ήδη  διαμορφώσει μια πλήρη προσωπική  αντίληψη για το θρησκευτικό φαινόμενο. Ασκούνται σ αυτούς προφανώς , κατά την περίοδο αυτή της ζωής τους,   επιρροές τόσο  από το οικογενειακό,  όσο και από το φιλικό τους περιβάλλον. Και μόνοι τους, όμως,   προβληματίζονται, κυρίως κατά εφηβική περίοδο, προκειμένου να επιλέξουν   σχετική στάση ζωή . Η επίδρασή, πάντως,  στη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης του μαθητή δεν μπορεί παρά να είναι  από μέρους του Κράτους διακριτική και να τηρεί της συνταγματικές αρχές της ισότητας (άρθρο  4 και άρθρο 13 ), με  αποφυγή του προσηλυτισμού( άρθρο 13παρ. 2, τελευταίο εδάφιο), ο οποίος ρητά απαγορεύεται χωρίς καμιά διάκριση από το ισχύον ελληνικό  Σύνταγμα.
                         Η πρακτική, παρά ταύτα, που ακολουθήθηκε στην Ελλάδα υπήρξε  παραδοσιακά  ακριβώς η αντίθετη. Η διδασκαλία του μαθήματος ήταν  πάντοτε σχεδόν     δογματική με τη χρήση του τεκμηρίου της επικρατούσας θρησκείας  και μιας, κατά βάθος , εφαρμογής του ιδεολογήματος ,  σύμφωνα με το οποίο υπάρχει   ταύτιση του ελληνισμού, όχι  μόνο  με τον χριστιανισμό , αλλά   και  με  την ίδια την   ορθοδοξία, ενώ η διδασκαλία ενός  μαθήματος  τέτοιου περιεχομένου  ήταν   υποχρεωτική. Η πραγματική αυτή κατάσταση άλλαξε,  εδώ και κάποιον  καιρό στη χώρα μας, με  επίδραση κυρίως της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,   με το να παρασχεθεί, δηλαδή,  η δυνατότητα απαλλαγής  ορισμένων μαθητών από την παρακολούθηση  του δογματικού αυτού μαθήματος,  μετά  από  πρωτοβουλία  των γονέων τους ή των ίδιων των μαθητών, αν οι τελευταίοι  είναι ενήλικοι.  Η έστω όμως οικειοθελής απομάκρυνση  κάποιων μαθητών από τη διδασκαλία ενός  σημαντικού μαθήματος στο σχολείο συνιστά μια, καταρχήν,   μη  ομαλή ενέργεια στην εκπαιδευτική διαδικασία. Το παιδί απομακρύνεται, έστω πρόσκαιρα, από την εκπαιδευτική  καθημερινότητα  και ασφαλώς , αν δεν στιγματίζεται γι αυτό ,  πάντως  διαφοροποιείται  στα μάτια των περισσότερων  συμμαθητών του, οι οποίοι  δεν  είναι πάντοτε τόσο  ώριμοι για  να αποδεχτούν, ως φυσιολογική, την απομάκρυνση του  αυτή από τη σχολική αίθουσα. Ύστερα,  ο ίδιος ο  μαθητής που δεν παρακολουθεί το μάθημα θα  στερηθεί  σημαντικών  γνώσεων που θα του ήσαν, οπωσδήποτε , χρήσιμες  για  να καταλάβει καλύτερα το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει  και να αναπτύξει, στη συνέχεια, πληρέστερα τη  δική του προσωπικότητα. Η απασχόληση , επίσης, του μαθητή τις κενές αυτές  ώρες  στο πλαίσιο ενός άλλου σχολικού  μαθήματος (  ποίου ;)  δεν είναι πρακτικά πάντοτε ευχερής.
                       Όπως σημειώθηκε, για τη μη παρακολούθηση του ομολογιακού ή δογματικού μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία πρέπει να προηγηθεί δήλωση του  μαθητή  αν είναι ενήλικος  ή του γονιού του, η οποία, κατά τις  αντίθετες προς τις παραπάνω ,  αποφάσεις   1749,1750,1751 και1752/2019  της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας   θα μπορούσε να έχει το εξής περιεχόμενο : «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή   μου ή του παιδιού μου  στο μάθημα των θρησκευτικών ». Μια τέτοια όμως δήλωση είναι σαφές ότι παραβιάζει  την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης του δηλούντος προσώπου ( του μαθητή ή του γονιού του ) , αφού τούτο εξαναγκάζεται, έστω και με  αυτή την αόριστη δήλωση, να διατυπώνει,  εμμέσως, πλην απολύτως  σαφώς, την αντίθεσή του προς τα διδασκόμενα στο σχολείο  δόγματα της Ανατολικής Ορθόδοξης του  Εκκλησίας του Χριστού.  Με τον τρόπο αυτό ο  μαθητής ή ο γονιός του  παραβιάζει το δικαίωμά   που από το Σύνταγμα διαθέτει  να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του,  καθώς υποχρεώνεται  σε δήλωση   από την οποία  προκύπτει σαφώς  ότι δεν συμφωνεί με τα παραπάνω δόγματα. Εξαναγκάζεται  έτσι από κρατικό όργανο, το διευθυντή της οικείας  σχολικής μονάδας,  να εξωτερικεύσει την αντίθεσή του  προς την επικρατούσα θρησκεία , αντίθετα προς το πνεύμα των  πιο πάνω   2280-2289/2001   αποφάσεων  της Πλήρους Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς και των  πρόσφατων  1759-1760/2019 αποφάσεων της Ολομέλειας του ίδιου Δικαστηρίου. Υποχρεώνεται, έτσι,  ο γονιός ή ο μαθητής, αντίθετα προς το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ,και όταν δεν το θέλει, να  εκδηλώνει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις  που είναι οπωσδήποτε  αρνητικές  για την επικρατούσα θρησκεία. Η ενέργεια αυτή προσβάλλει   εξάλλου  την ίδια τη θρησκευτική ουδετερότητα που οφείλει να επιδεικνύει το ελληνικό κράτος προς τους πολίτες του  σύμφωνα με το Σύνταγμά .  
                               Οι ειδικότερες,  σε σχέση με το ερευνώμενο ζήτημα του τρόπου διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία 1749,1750,1751 και1752/2019, 926, 660/2018  αποφάσεις  της  Ολομέλειας του ίδιου  Δικαστηρίου (βλ. και τις συναφείς  παλαιότερες 2176/1998  και  3356/1995 αποφάσεις του Γ΄  Τμήματος, με τις οποίες  είχε  μάλιστα  θεωρηθεί  ότι το τότε κυρίως  εριζόμενο  ζήτημα των ωρών διδασκαλίας των θρησκευτικών στα σχολεία  δεν έπρεπε καν  να παραπεμφθεί προς επίλυση στην Ολομέλεια ! )  , αν και  με ορισμένες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, οδηγούν   σε κοινά   λανθασμένα  συμπεράσματα και δημιουργούν σύγχυση ως προς τις διαχρονικές νομολογιακές επιλογές του Συμβουλίου της Επικρατείας  σε θέματα θρησκευτικής ελευθερίας. Δέχονται  την υποχρεωτικότητα   εκ μέρους των μαθητών  της παρακολούθησης του μαθήματος των θρησκευτικών, παράλληλα όμως σημειώνουν ότι το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους μαθητές  οι οποίοι ανήκουν στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού που ασπάζεται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, ενώ όσοι δεν ανήκουν σ αυτό το δόγμα μπορούν να απαλλαγούν από την παρακολούθηση αυτού του μαθήματος με την υποβολή δήλωσης  με το περιεχόμενο που αναφέρθηκε πιο πάνω.  Παραβλέπουν, έτσι,  οι αποφάσεις αυτές ,  κυρίως,  τη μείζονα εμβέλεια του μη αναθεωρητέου  άρθρου 13 του Συντάγματος και ερμηνεύουν τα άρθρα 3 και 16παρ2  ( θρησκευτική συνείδηση = ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση ) του Συντάγματος   με   τρόπο   που οδηγεί στην προσβολή του πυρήνα  τόσο του δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία, όσο και του δικαιώματος του προσώπου ,αλλά και της αντίστοιχης υποχρέωσης του Κράτους , για την παροχή παιδείας  τέτοιου περιεχομένου που να οδηγεί στη διαμόρφωση, χωρίς θρησκευτικές διακρίσεις , πολιτών με ελεύθερο φρόνημα.  Οι ατυχείς αυτές  δικαστικές  αποφάσεις είναι , κατά το ουσιαστικό τους περιεχόμενο, αντίθετες, όπως σημειώθηκε,  προς  τις  προαναφερθείσες   2280-2289/2001  και 1759-1760/2019 αποφάσεις της  Ολομέλειας   του ίδιου Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Για το λόγο  είναι επιτακτική η ανάγκη, υποθέσεις με το αυτό  αντικείμενο να   αχθούν, με την πρώτη ευκαιρία,  εκ νέου  ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου, αυτή τη φορά, η Πλήρης Ολομέλεια του Δικαστηρίου να  αποφανθεί  ρητά και οριστικά   για το πιο πάνω ζήτημα. Η νομολογιακή ανασφάλεια δικαίου και μάλιστα στο πλαίσιο του ίδιου  Ανωτάτου Δικαστηρίου  είναι ανάγκη να εξοβελίζεται  το ταχύτερο δυνατό, όταν μάλιστα αφορά κρίσιμα δικαιώματα του ανθρώπου, όπως είναι το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία.
                             Οι παραδοχές της παρούσας μελέτης  βαίνουν, κατά βάση,   προς την ίδια κατεύθυνση με  εκείνη που ακολουθούν τα κείμενα της   Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου  ( Ε.Ε.Δ.Α.) , η οποία  συνιστά τον εθνικό θεσμό προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και αποτελεί το ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο της Πολιτείας  αναφορικά με τα ζητήματα αυτά . Η Ε.Ε.Δ.Α. ασχολήθηκε επανειλημμένα  με τα θέματα της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία,  ήτοι στις    19.1.2006  ( διατυπώνοντας πρόταση νόμου  με τίτλο «Ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, θρησκευτικές ενώσεις και κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας ») ,  στις 5.12.2013 (στις Παρατηρήσεις που διατύπωσε στο σχέδιο της Δεύτερης Περιοδικής Αξιολόγησης  της Ελληνικής Δημοκρατίας  για το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα- ΔΣΑΠΔ)  και πρόσφατα  με την  από 10.10.2016 Δήλωσή της . Με την τελευταία αυτή Δήλωση η  Ολομέλεια της Ε.Ε.Δ.Α. διατύπωσε, αναφορικά με τα προγράμματα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία, ειδικότερες  σκέψεις με αφετηρία,  το σεβασμό για το έργο και την αποφασιστική συμβολή της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας, όπως αυτός αποτυπώνεται στο άρθρο 3 του Συντάγματος.  Η Ε.Ε.Δ.Α. σημείωσε  , στην αρχή αυτής της Δήλωσης ,  ότι , λαμβάνοντας υπόψη τη συνθετότητα του σύγχρονου κοινωνικού και πολιτιστικού ιστού και τις εκπαιδευτικές ανάγκες που προκύπτουν από αυτή, η θρησκευτική αυτοσυνειδησία των πολιτών  οφείλει να επιδεικνύει δεκτικότητα στο διάλογο με τον  Άλλο  και σεβασμό στις υπάρχουσες διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Περαιτέρω, η Ε.Ε.Δ.Α. θεώρησε  ότι σ ένα πλουραλιστικό και δημοκρατικό σχολείο, το οποίο σέβεται τη θρησκευτική ετερότητα , ένα μάθημα με κατηχητικό και ομολογιακό χαρακτήρα δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των μαθητών. Αντίθετα , με γνώμονα την κριτική ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών, προκρίνεται μια σύγχρονη  γνωσιολογικού χαρακτήρα θρησκειοπαιδαγωγική προσέγγιση που δε θα προβαίνει σε δογματική εμφύτευση  συγκεκριμένων θρησκευτικών πεποιθήσεων. Η προσέγγιση αυτή , σημείωσε  η Δήλωση της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, είναι σύμφωνη με την έννοια της «θρησκευτικής συνείδησης », ερμηνευόμενης  ως ελεύθερης διαμόρφωσης  της θρησκευτικής συνείδησης  για όλους τους μαθητές, όπως άλλωστε επιτάσσουν τα άρθρα 5 παρ 1 και 13 του Συντάγματος που  κατοχυρώνουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας  και την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, αντίστοιχα , όσο και το άρθρο 16 του Συντάγματος , το οποίο  περιλαμβάνει μεταξύ των σκοπών της παιδείας , εκτός από την  «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης » και  τη              « διάπλαση ελεύθερων πολιτών ». Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση , σημείωσε  η Ολομέλεια της Ε.Ε.Δ.Α. , είναι συμβατή , όχι μόνο  με τις συνταγματικές επιταγές , αλλά και με την ευρωπαϊκή πολιτιστική πραγματικότητα. Και έγινε  , στο σημείο αυτό, παραπομπή σε αποφάσεις  του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( Ε.Δ.Δ.Α.) που αποδοκιμάζουν πλήρως το « δογματικό διαποτισμό » της συνείδησης των μαθητών μέσω της επιβολής συγκεκριμένων  θρησκευτικών δοξασιών ( βλ. π.χ. αποφάσεις Folgero και άλλοι κατά Νορβηγίας και Zengin και άλλοι κατά Τουρκίας ).
                                Με την ίδια πιο πάνω  από 10.10.2016 Δήλωσή της η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου , ως εθνικός  θεσμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων , αλλά και τμήμα του διεθνούς θεσμικού πλαισίου προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, επέστησε  περαιτέρω την προσοχή  των αρμοδίων Αρχών στην επιτακτική ανάγκη  διασφάλισης της πλήρους εφαρμογής των δικαιωμάτων του παιδιού και μάλιστα  εκείνων που κατοχυρώνονται από  τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν.2101/2.12.1992 (φ.192 ). Ιδιαίτερη αναφορά  έγινε ευλόγως στο άρθρο 14 αυτής της Διεθνούς Σύμβασης ,  με την παρ. 1 του οποίου  ρητά ορίζεται ότι  «τα συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται το δικαίωμα του παιδιού για ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας». Η σημαντική εμβέλεια   αυτής   της διάταξης, που έχει μάλιστα υπερνομοθετική ισχύ,  έχει μάλλον  παραβλεφθεί από τη νομολογία. Σημειωτέον ότι    η  Χώρα μας πρέπει να συμμορφώνεται  προς τις καταληκτικές Παρατηρήσεις και Συστάσεις των διεθνών  ελεγκτικών  οργάνων  για την προστασία και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ως προς το τελευταίο αυτό θέμα, όπως σημείωσε   η πιο πάνω Δήλωση της Ε.Ε.Δ.Α., αξίζει να γίνει μνεία των από 13.9.2012 Συστάσεων  της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού, κατά το μέρος που αφορούν την Ελλάδα, όπου επαναλαμβάνεται  προηγούμενη Σύστασή της προς την Ελληνική Πολιτεία  για τη διασφάλιση του σεβασμού των θρησκευτικών πεποιθήσεων του παιδιού – ή της έλλειψής τους-  και για τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων για την πρόληψη και εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων λόγω θρησκείας και πεποιθήσεων  και την προώθηση  της θρησκευτικής ανοχής και διαλόγου στην κοινωνία.
                                   Πρέπει, τέλος, να  επισημανθεί   ότι η  Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας έχει μεγάλη ιστορική καταγωγή και συνεισφορά , σημαντικό έργο να επιδείξει και καίρια σωτηριολογική αποστολή  υπηρετώντας τον Άνθρωπο.  Δεν έχει ανάγκη τον κρατικό εναγκαλισμό που μερικές φορές τείνει να τη στραγγαλίσει. Δεν φαίνεται πειστικό  το επιχείρημα ότι η  έντονη και διαρκής συνεργασία με το Κράτος  υπηρετεί το κύρος της.  Το κρατικό ένδυμα, ως κοινού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου,   την απομακρύνει από την αποστολή της και  ο έλεγχος της  από τη δημόσια εξουσία περιορίζει το αυτοδιοίκητο που το Σύνταγμα  κατοχυρώνει γι αυτήν. Δεν φαίνεται λογικό  η Πολιτεία να  πρέπει π.χ.  να έχει λόγο, με την έκδοση  προεδρικού διατάγματος  για την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκλογής των μητροπολιτών  ή  να μπορεί   να ελέγχει, έστω  με  δικαστική ανάμειξη ,ακόμα και  τις  μεταθέσεις των εφημερίων !   Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας πρέπει να πιστέψει περισσότερο στον εαυτό της και να απομακρυνθεί από την εκκοσμίκευση  που  μοιραία συνεπάγεται γι αυτήν  η ιδιαίτερη σχέση της με το Κράτος. Μακριά από τη στενή  επαφή  με το Κράτος, η δράση της Εκκλησίας   θα είναι πιο ελεύθερη  χωρίς δεσμεύσεις και υπολογισμούς. Η δραστηριότητά  της  στο πλαίσιο της  κατοχυρωμένης θρησκευτικής ελευθερίας  θα αναδείξει περισσότερο την πνευματικότητα της αποστολής  της. Θα μπορέσει έτσι καλύτερα  να προωθήσει ανεμπόδιστα και   τον εκπαιδευτικό της ρόλο  σε δογματικό επίπεδο χωρίς  άγονες αντιπαραθέσεις, μη χρησιμοποιώντας, κατά βάση,  τις κρατικές δομές.  Η πλήρης εφαρμογή στην πράξη της θρησκευτικής ελευθερίας θα ευνοήσει τελικά  έμμεσα και την ίδια, καθώς θα  αναδείξει  αρχές και αξίες με τις οποίες είναι αδιανόητο να αντιπαρατίθεται.
                 
Μάρτιος 2020                                                           

Γιώργος  Σταυρόπουλος
                                                                                     
Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας 
Πρώην Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

6 Φεβρουαρίου 2020

Η εφαρμογή των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην πράξη.

Προκλήσεις για το δικαστή, τη δημόσια διοίκηση, τις ανεξάρτητες αρχές, την κοινωνία των πολιτών.

Το κείμενο της Οικουμενικής Διακήρυξης  των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εντυπωσιάζει για την πυκνότητα των νοημάτων του, αλλά και την ακρίβεια αποτύπωσης των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι διαρκώς επίκαιρο, αφού εβδομήντα και πλέον χρόνια μετά την 10η Δεκεμβρίου 1948, οι διακηρύξεις αυτού του διεθνούς εμβέλειας κειμένου δεν έχουν γίνει πράξη σε μεγάλο τμήμα της ανθρωπότητας, αλλά και εκεί που εφαρμόζονται, συχνά αμφισβητούνται, καταφρονούνται ή  υπονομεύονται. Το μείζον, όμως, πολιτικό και ηθικό κύρος της Οικουμενικής Διακήρυξης δεν βρίσκει  ευθέως την  αντίστοιχη νομική δεσμευτικότητά  του στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών-μελών του Ο.Η.Ε. Η επίδρασή του υπήρξε  ουσιώδης, αλλά έμμεση,  με την άσκηση επιρροής  μέσω άλλων διεθνών κειμένων, όπως είναι τα δύο σχετικά  Σύμφωνα του Ο.Η.Ε. που ακολούθησαν, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ.ά.
Η μειωμένη ευθεία νομική ισχύς της Οικουμενικής Διακήρυξης στο εσωτερικό δίκαιο αδικεί, ασφαλώς, την ουσιαστική  εμβέλεια των κανόνων που διατυπώνονται. Ο εφαρμοστής του δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ελλάδα καταλαμβανόταν παλαιότερα  από αμηχανία αναφορικά με το νομικό κύρος της Οικουμενικής Διακήρυξης, η οποία δεν είχε ενταχθεί, καθεαυτή, σε διεθνή σύμβαση. Βέβαια, για τον νομικό της πράξης, οι περισσότερες ρυθμίσεις της ανευρίσκονταν   σε άλλα κείμενα του διεθνούς ή εσωτερικού δικαίου. Έτσι, όταν ο έλληνας δικαστής απέκρουε την ευθεία  νομική ισχύ της Οικουμενικής Διακήρυξης στην εσωτερική δικαιοταξία, μπορούσε να εφαρμόζει αντίστοιχες ρυθμίσεις κυρίως του Συντάγματος και των κοινών νόμων. Η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των δύο μεταγενέστερων Συμφώνων του Ο.Η.Ε  που υιοθετήθηκαν στις 16.12.1966, του ενός για τα ατομικά και τα πολιτικά και του άλλου για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, με τους νόμους 2462/1997 και 1532/1985, αντίστοιχα,  διευκόλυνε ασφαλώς τον εφαρμοστή του δικαίου και ιδιαίτερα το δικαστή, το δικηγόρο, αλλά και τη διοίκηση ως προς την εξοικείωσή τους με τους ορισμούς της Διακήρυξης. Πλην, ο κυρωτικός νόμος ακόμα και  μιας διεθνούς σύμβασης , υπό το καθεστώς του  Συντάγματος του 1952, περιείχε ρυθμίσεις που δεν είχαν  αυξημένη τυπική ισχύ και μπορούσαν, όπως γινόταν δεκτό, να τροποποιηθούν, αλλά και να καταργηθούν ακόμα  με άλλο νεότερο τυπικό νόμο (βλ. π.χ. Σ.τ.Ε. 503/1969). Η διεθνής, έτσι, δεσμευτικότητα των  κανόνων του διεθνούς δικαίου βρισκόταν σε  αναντιστοιχία με την  ισχύ τους στο εσωτερικό της χώρας μας. Η ίδια η Ε.Σ.Δ.Α. είχε κατά το παρελθόν   μειωμένη επίδραση στην εσωτερική έννομη τάξη, παρά το μεγάλο κύρος της και την  πρωτότυπη πρόβλεψή της για τη  λειτουργία   διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου  που αποφασίζει  για την παραβίαση ή όχι των προβλεπόμενων από αυτήν ρυθμίσεων. Η εφαρμογή έτσι  της Ε.Σ.Δ.Α.  πριν την υιοθέτηση από την Ελλάδα, το 1985, της ατομικής προσφυγής, κατά το άρθρο 34 αυτής, ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, παρά το γεγονός ότι με το Σύνταγμα του 1975, ορίστηκε ότι η Ελλάδα ακολουθεί τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου (άρθρ. 2 παρ. 3) αλλά και ότι οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο, υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου (άρθρ. 28 παρ. 1). Μεγαλύτερη, έτσι, επιρροή άσκησε, αρχικά, η συνταγματική αναγνώριση του κοινοτικού και ήδη ενωσιακού δικαίου, μέσω της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 28, αλλά και της σχετικής ερμηνευτικής δήλωσης που προστέθηκε μεταγενέστερα στο άρθρο αυτό.

Ο έλληνας δικαστής αλλά και ο εν γένει  νομικός της πράξης ήταν αρχικά πολύ  επιφυλακτικός ως προς  την άμεση  εφαρμογή των κανόνων  δικαίου που προέρχονταν από διεθνή όργανα. Ο δικαστής ειδικότερα απέφευγε να τους επικαλείται αρκούμενος στην εφαρμογή αντίστοιχων ή παρεμφερών κανόνων που είχαν διαμορφωθεί πρωτογενώς  στην εσωτερική έννομη τάξη. Το Σύνταγμα του 1975, το οποίο αναφέρθηκε με σχετική επάρκεια σε πολλά θέματα δικαιωμάτων του ανθρώπου, διευκόλυνε την τάση αποφυγής επίκλησης άλλων ρυθμιστικών κανόνων  προερχόμενων από   διεθνείς πηγές. Άλλωστε, ο μέσος έλληνας νομικός  μάλλον αγνοούσε  τα διεθνή κείμενα, αλλά και τη διεθνή νομολογία σε θέματα δικαιωμάτων του ανθρώπου, πολύ περισσότερο που η σχετική διδασκαλία για τα θέματα αυτά ήταν εξαιρετικά περιορισμένη στις νομικές σχολές της χώρας. Αγνοούσε επίσης συχνά  ξένες γλώσσες που θα του επέτρεπαν την πρόσβαση σε διεθνή  κείμενα που δεν είχαν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα. Η κατάσταση  όμως  αυτή  με τα χρόνια άλλαξε ριζικά και σήμερα η πρόσβαση στα διεθνή κείμενα, και, ειδικότερα, στη διεθνή νομολογία είναι ευκολότερη, με τη χρήση μάλιστα  και  του διαδικτύου που προσφέρει άμεση αλλά και έγκυρη σχετική  ενημέρωση.

Η αρνητική ή διστακτική στάση του έλληνα δικαστή απέναντι στα κείμενα που έχουν διεθνή καταγωγή τείνει  να εκλείψει. Από καιρό, με την πρωτοπορία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η μνεία από τα δικαστήρια  των διεθνών  δικαιωματικής φύσης κειμένων και της συναφούς νομολογίας δεν αποτελεί πρωτοτυπία, συχνά μάλιστα γίνεται και αυτεπάγγελτη αναφορά σε αυτά, χωρίς δηλαδή την επίκλησή τους από πληρεξούσιους δικηγόρους. Στον Άρειο Πάγο, η παραδοσιακή αρνητική διάθεση άρχισε να υποχωρεί κυρίως από την εποχή της Προεδρίας του Στέφανου Ματθία. Κάτι περισσότερο: η νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας τείνει πλέον να προσαρμόζεται, όλο και περισσότερο, προς τη νομολογία των διεθνών δικαστηρίων, αρκεί βέβαια η τελευταία να μην αντιβαίνει προς το ελληνικό Σύνταγμα. Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι ο δικαστής στην Ελλάδα ορκίζεται να φυλάσσει προεχόντως το Σύνταγμα αυτής της χώρας. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι, όπου είναι εφικτό, η ερμηνεία των νόμων αλλά και του ίδιου του Συντάγματος δεν προσαρμόζεται  προς τα οριζόμενα στα διεθνή κείμενα και τη διεθνή νομολογία. Η ασφάλεια του δικαίου αποτελεί σημαντικό στόχο, προκειμένου οι νομολογικές συγκρούσεις να αποφεύγονται κατά το δυνατό και ιδίως εκείνες μεταξύ εθνικών και διεθνών δικαστηρίων. Σ’ αυτό, όμως, πρέπει να συμβάλλουν και  οι αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων, οι οποίες, κάποτε, δεν ερμηνεύουν σωστά το ελληνικό δίκαιο ή χαρακτηρίζονται από νομολογιακή αστάθεια που δημιουργεί απορίες και προβληματισμό.

Στο ερώτημα σε ποιο βαθμό τα δικαιώματα του ανθρώπου εφαρμόζονται στις μέρες μας  στην Ελλάδα  η απάντηση δεν είναι εύκολη . Μετά τη μεταπολίτευση του 1974  η δημοκρατία λειτουργεί, τα κόμματα εναλλάσσονται στην εξουσία ομαλά, οι πολυκομματικές κυβερνήσεις δοκιμάστηκαν συχνά στην πράξη, σοβαρές παραβιάσεις της εκλογικής διαδικασίας δεν καταγγέλλονται πλέον, ο κομματικός διάλογος είναι ελεύθερος  αν και  το επίπεδό του  δεν είναι συχνά ικανοποιητικό.  Η περιουσία, τουλάχιστον η ακίνητη, προστατεύεται μάλλον  ικανοποιητικά, αν και οι φορολογικές επιβαρύνσεις της γίνονται οριακά ανεκτές. Οι ελευθερίες της σκέψης, της έκφρασης, της συνείδησης  ασκούνται μάλλον απρόσκοπτα, αν και οι προκαταλήψεις κάποτε υπερισχύουν. Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι δεν έχει  περιορισμούς  καθώς και το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, του οποίου  όμως η καταχρηστική άσκηση τείνει συχνά να παραβιάζει τα δικαιώματα των άλλων που είναι συχνά οι περισσότεροι και να διαταράσσει την κοινωνική και οικονομική ζωή. Η δημόσια παιδεία παρέχεται τυπικά δωρεάν, η ανάπτυξη όμως των ιδιωτικών  φροντιστηρίων καταδεικνύει την ανεπάρκειά της, καθώς και η επιβολή αντισυνταγματικών διδάκτρων για τις μεταπτυχιακές σπουδές. Το Κράτος μεριμνά μεν, κατά το Σύνταγμα , για την  υγεία των πολιτών,  αυτή όμως   παρέχεται  με πολλές, καίριες κάποτε, ελλείψεις, ενώ η κοινωνική ασφάλιση μαζί με την εργασία και την αμοιβή της  είχαν σχεδόν καταρρεύσει την εποχή της οικονομικής κρίσης. Λειτουργεί, με πολλές καθυστερήσεις, το Α.Σ.Ε.Π. που εξασφαλίζει την αξιοκρατική πρόσβαση του πολίτη στη δημόσια διοίκηση,  πλείστοι όμως διορισμοί παρακάμπτουν την ανεξάρτητη αυτή αρχή. Νόμοι υπάρχουν αφάνταστα πολλοί  όπως και άτεχνα διατυπωμένοι.  Ποιοι όμως  από αυτούς και σε ποια έκταση  εφαρμόζονται; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, διακόσια περίπου χρόνια μετά την έναρξη της  Επανάστασης του 1821, δεν   έχει ακόμα πλήρως εμπεδωθεί από την πολιτική εξουσία, τη διοίκηση αλλά και τους ίδιους τους  πολίτες αυτής της χώρας.

Η δικαιοσύνη, η πιο ευαίσθητη από τις τρείς λειτουργίες του πολιτεύματος, έχει ταχθεί, εκ προοιμίου, να εφαρμόζει τους νόμους, επιλύοντας διαφορές μεταξύ των πολιτών  αλλά και μεταξύ των πολιτών και του Κράτους. Το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας  ασκείται αρκετά εύκολα, αλλά η απονομή του δικαίου γίνεται  συνήθως  πολύ  αργά, σχεδόν σε όλους τους κλάδους και τους βαθμούς της δικαστικής λειτουργίας , σε τέτοια ένταση και έκταση που συχνά εκφυλίζεται σε αρνησιδικία, για την οποία δεν ευθύνεται μόνο το αργόσυρτο δικαστικό σύστημα, αρκετοί δικαστές, αλλά και πολλοί δικηγόροι που κωλυσιεργούν εμποδίζοντας  την πρόοδο των δικών. Ο δικηγορικός υπερπληθωρισμός  έχει  σημαντικό  μερίδιο της σχετικής ευθύνης.  Το μέσο επίπεδο των δικαστικών αποφάσεων δεν είναι πλέον κακό, ο διάδικός ή ο μάρτυρας, όμως , ταλαιπωρείται αφάνταστα από  τις διαρκείς αναβολές των δικών, αλλά και από τη βραδεία έκδοση των δικαστικών αποφάσεων. Ειδικά η ποινική δίκη, ενώ , αυτή κυρίως,  θα έπρεπε να ολοκληρώνεται  σε σύντομο χρόνο, βραδυπορεί απαράδεκτα  ενισχύοντας ένα γενικό αίσθημα ατιμωρησίας ή γενικευμένης αδικαιολόγητης  επιείκειας έναντι  των   παρανομούντων.  Από την άλλη, η πανίσχυρη εκτελεστική εξουσία, αλλά και πολλά μ.μ.ε., αμφισβητούν, συχνά άδικα, την ορθότητα πολλών δικαστικών αποφάσεων, για λόγους πολιτικής ή οικονομικής σκοπιμότητας  ή, ακόμη χειρότερα, καταργούν, στην πράξη, το τεκμήριο νομιμότητας του κατηγορούμενου και περίπου υπαγορεύουν το αποτέλεσμα της ανάκρισης ή αναγορεύουν τους ενόχους ή τους αθώους, κατά βούληση. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, ο δικαστής  που  καλώς ή κακώς   αποφεύγει  να απαντά προσωπικά στις επιθέσεις ή και τις ύβρεις που δέχεται  ή να καταγγέλλει  τις υπαρκτές παρεμβάσεις στο έργο του  που προέρχονται από πηγές κείμενες  εντός ή εκτός των κόλπων της δικαιοσύνης, πρέπει να εκφέρει νηφάλια, αμερόληπτα και ανεξάρτητα τη δικανική  του κρίση. Και βέβαια  έχει  και αυτός το δικαίωμα στο λάθος. Προβλέπονται  άλλωστε  τόσα πολλά ένδικα βοηθήματα για τη διόρθωσή του! Καθόλου όμως δεν δικαιολογούνται οι εμφυλιοπολεμικής φύσης ενέργειες κάποιων εισαγγελέων ή οι απαράδεκτες λεκτικές υπερβάσεις ( και όχι μόνο)  ορισμένων συνδικαλιστών δικαστών,  οι οποίες  βλάπτουν  το κύρος της δικαιοσύνης. Ας μη ξεχνάμε, όμως, και το σημαντικό  ρόλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου στον  έλεγχο των δημοσίων δαπανών, ο οποίος δυστυχώς τείνει να περιορισθεί δραστικά. Και βέβαια πρέπει να εξαίρεται   ο αποφασιστικός ρόλος που πάντα έπαιζε το Συμβούλιο της Επικρατείας  στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, προστατεύοντας τον συνήθως αδύναμο πολίτη απέναντι στην αυθαιρετούσα διοίκηση και ασκώντας, έγκυρα και πειστικά, τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, παρά τα κάποια σημαντικά λάθη που επιμένει, τελευταία, να διαπράττει σε θέματα κυρίως  προστασίας   της θρησκευτικής  ελευθερίας.  

Μήπως όμως την εφαρμογή των νόμων που κατοχυρώνουν  τα δικαιώματα του ανθρώπου εξασφαλίζει πάντοτε η κυβέρνηση ή η δημόσια  διοίκηση, η οποία υπόκειται  ιεραρχικά σ’ εκείνη ;  Η εκτελεστική εξουσία επιδεικνύει συχνά μια τάση  ενόχλησης  από την άσκηση από τους πολίτες  ορισμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου και, λειτουργώντας αυτάρεσκα, προβάλλει μια συμπεριφορά αυταρχισμού και  παντοδυναμίας, αναφορικά ακόμη και με τα  αμυντικής φύσης ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Ως προς τα παροχικής φύσης κοινωνικά δικαιώματα που από τη φύση τους είναι περισσότερο  εύπλαστα , δεν εφαρμόζει , συχνά, ούτε τα υπεσχημένα. Η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης  των πολιτών προς το Κράτος έχει προ πολλού διαρραγεί, αν ίσχυσε ποτέ ευρέως στην πράξη , λόγω κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, της πρόσφατης  οικονομικής κρίσης. Η σχέση Κράτους – πολίτη δεν χαρακτηρίζεται από αμοιβαία εμπιστοσύνη και καλή πίστη  όπως θα έπρεπε. Ο πολίτης νοιώθει συχνά  απροστάτευτος απέναντι σ ένα Κράτος που  όχι μόνο δεν τον υπηρετεί, αλλά και του δείχνει, πολλές φορές ότι τον θεωρεί απλώς  υπήκοό του  και όχι  το αντικείμενο της ιδιαίτερης μέριμνάς του, όπως θα όφειλε. Ιδιαίτερη είναι η διαχρονική ευθύνη των κυβερνώντων για την προβληματική  λειτουργία την δημοσίων υπηρεσιών, παρά το γεγονός ότι , κατά περιόδους και  παρά τις  μεγάλες αντιδράσεις από τους θιγόμενους υπαλλήλους  ή τους συνδικαλιστές τους , ψηφίστηκαν αξιόλογες ρυθμίσεις για την εφαρμογή της  αρχής της αξιοκρατίας στην ανάδειξη των  προϊσταμένων των δημοσίων υπηρεσιών ή για την καταπολέμηση της διαφθοράς των παρανομούντων υπαλλήλων μέσω της εφαρμογής ενός αξιόπιστου πειθαρχικού δικαίου. Το  ευνοϊκό όμως  αποτέλεσμα στην πράξη των μεταρρυθμίσεων αυτών δεν υπήρξε ιδιαιτέρως εμφανές, είτε γιατί  η εφαρμογή τους, στην πρώτη περίπτωση, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί , είτε γιατί το νομοθετικό πλαίσιο αλλοιώθηκε στην πορεία προς τη  λανθασμένη κατεύθυνση, στη δεύτερη περίπτωση.

Οι ανεξάρτητες αρχές αποτελούν τη ζωντανή  διάψευση της εύρυθμης λειτουργίας  του  παραδοσιακού σχήματος ορισμένων κρατικών αρχών και  δομών. Λόγω της αποτυχίας της κλασσικής κρατικής δραστηριότητας σε ορισμένους ευαίσθητους τομείς  κρατικού ενδιαφέροντος, το έδαφος παραχωρήθηκε σε κρατικά μεν μορφώματα, τα οποία, όμως, επιδιώκεται, κατά τον προορισμό τους,  να λειτουργούν ανεξάρτητα, μακριά από τις  τρέχουσες κομματικές επιθυμίες των κυβερνώντων. Η πολιτική όμως εξουσία δείχνει στην πράξη μάλλον να απεχθάνεται τις ανεξάρτητες αρχές και απλώς να τις ανέχεται όταν δεν τις υπονομεύει. Κάποτε τις αδρανοποιεί  όταν φοβάται ότι  θα γίνουν πολύ ενοχλητικές. Μερικές φορές κάνει διακρίσεις υπέρ της μιας έναντι των άλλων ανεξάρτητων αρχών  ή  αδιαφορεί γενικότερα  για τα προβλήματά τους.  Παρά ταύτα, οι ανεξάρτητες αρχές λειτουργούν λιγότερο ή περισσότερο ικανοποιητικά, υπηρετώντας τα δικαιώματα του ανθρώπου, και παρά το γεγονός ότι ο προβλεπόμενος, κυρίως για όσες προβλέπονται από το Σύνταγμα,  μέσω κομματικών συμφωνιών, τρόπος ανάδειξης των μελών τους δεν συμβάλλει στην αύξηση του κύρους τους. Υπηρετούν το κράτος δικαίου κι ας τις κατηγορούν κάποιοι ότι διαθέτουν μειωμένη δημοκρατική νομιμοποίηση. Συμβάλλουν με τον τρόπο τους στη λειτουργία θεσμικών αντίβαρων  απέναντι στην παντοκρατορία του κομματικού κράτους.

Πρότυπο ανεξαρτησίας εθνικού θεσμού δικαιωμάτων  αποτελεί η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Ε.Δ.Α.), μολονότι τυπικά δεν ορίζεται από το Σύνταγμα ή το  νόμο ως  ανεξάρτητη αρχή. Συγκροτημένη, σύμφωνα με τις Αρχές του Παρισιού, τις οποίες ενέκρινε η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., συγκροτείται από πρόσωπα  υποδεικνυόμενα από τις κυριότερες ανεξάρτητες αρχές, τις σημαντικότερες μη κυβερνητικές οργανώσεις, τις δύο μεγάλες εθνικές συνομοσπονδίες εργαζομένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, τρία πανεπιστήμια ,που κληρώνονται για κάθε νέα θητεία, την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών κλπ. Μετέχουν σ αυτήν με αποφασιστική ψήφο από την Κυβέρνηση μόνο δύο πρόσωπα  που ορίζει ο Πρωθυπουργός. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και οι εκπρόσωποι υπουργείων που επίσης μετέχουν δεν έχουν δικαίωμα ψήφου. Η Ε.Ε.Δ.Α., της οποίας ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι αναδεικνύεται δημοκρατικά, με  εσωτερική ψηφοφορία μεταξύ των μελών της, λειτουργεί περίπου  είκοσι  χρόνια και έχει παραγάγει σημαντικότατο έργο στον τομέα της προστασίας και προώθησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η εκάστοτε Κυβέρνηση συνήθως δεν βοηθά το έργο της, σε αντίθεση με τη Βουλή που τη συμβουλεύεται, συχνά, σε πολλά θέματα δικαιωματικού περιεχομένου.  Η εκτελεστική εξουσία δείχνει  απλώς και  μόνο ότι  την ανέχεται, ίσως γιατί ενοχλείται από κάποιες απόψεις που αυτή ελεύθερα εκφράζει. Τον Απρίλιο του 2019, μάλιστα,  προκειμένου να εξυπηρετηθούν, κυρίως,  κομματικές  σκοπιμότητες, η Κυβέρνηση προχώρησε, χωρίς να ενημερώσει προηγουμένως την Ε.Ε.Δ.Α.,  σε σημαντική αριθμητικά, ανορθολογική αλλοίωση της σύνθεσής της, δείχνοντας για μια ακόμα φορά την δυσανεξία της σε συλλογικές εκφράσεις που ακολουθούν  μια ανεξάρτητη πορεία, δηλαδή δικαιώνουν το θεσμικό τους ρόλο.   

Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, τέλος, στηριζόμενες κατά βάση στον εθελοντισμό, αποτελούν, και αυτές, σημαντικό παράγοντα ανάσχεσης  των  δυνάμεων υπονόμευσης ή και μη εφαρμογής στην πράξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Παρά τα ερωτηματικά που δημιουργούνται  κάποτε για την οικονομική διαχείριση ορισμένων από αυτές, οι περισσότερες από  τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών  δικαιώνονται καθημερινά μέσα από τη συνεχή δράση τους σε πλείστους τομείς, υποκαθιστώντας κάποτε ακόμα και τις υπολειτουργούσες κρατικές δομές, όπως τούτο συμβαίνει, στις μέρες μας, αναφορικά με την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού-προσφυγικού προβλήματος. Με το φόβο να αδικηθούν κάποιες από αυτές αξίζει να γίνει αναφορά σε δύο από τις παλαιότερες οργανώσεις, στην Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που παρήγαγαν, επί δεκαετίες, σημαντικότατο έργο σε πολλά επίπεδα έρευνας αλλά  και δράσης  για σημαντικές πλευρές των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι το μεγάλο προσόν των μη κυβερνητικών οργανώσεων είναι η ελεύθερη δράση τους εκτός των αγκυλώσεων που παρατηρούνται συχνά στις κρατικές δομές.

Τέλος, αξίζει να υπογραμμιστεί  ότι η υπόθεση των δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν αφορά μόνο την Πολιτεία ή τους συλλογικούς φορείς, κρατικούς ή ιδιωτικούς. Αφορά τον οποιονδήποτε, ο οποίος,  χωρίς αδικαιολόγητες διακρίσεις, πρέπει να απολαμβάνει  τα δικαιώματα του ανθρώπου, σε όλες τις μορφές τους, αλλά και να μάχεται για την εφαρμογή τους, όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν, προς όφελος του ίδιου, των άλλων  και του κοινωνικού συνόλου, πάντοτε, βέβαια, τηρώντας  και τις υποχρεώσεις  του,  όπως  προσδιορίζονται από  τους κανόνες δικαίου  που η  δημοκρατική Πολιτεία  θέτει προς όφελος της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης.


Γιώργος Σταυρόπουλος

Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας
Πρώην Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

Ιανουάριος 2020