22 Νοεμβρίου 2021

"Η ελευθερία έκφρασης του δικαστή". Eισαγωγική ομιλία κατά την εκδήλωση του EPLO

Η ελευθερία έκφρασης του δικαστή

Ο δικαστής ασκεί στο πλαίσιο του δημοκρατικού κράτους δικαίου τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα και τους νόμους δικαιοδοτικά του καθήκοντα. Τα περισσότερα από
  αυτά είναι ορισμένα και σαφή, κάποια όμως είναι ασαφή, ρευστά και μεταβλητά. Τα τελευταία αφορούν τη λεγόμενη δικαστική δεοντολογία. Πρόκειται για δικαιώματα και υποχρεώσεις, των οποίων η άσκηση προκαλεί απορίες, κάποτε και αγωνιώδη ερωτηματικά στους δικαστές, αλλά και επικρίσεις από το νομικό κόσμο  και την κοινή γνώμη.

Οι δεοντολογικοί κανόνες  δεν είναι εύκολο να διατυπωθούν όποιους και αν αφορούν. Πολύ περισσότερο τούτο είναι δύσκολο όταν αναφέρονται στους δικαστικούς λειτουργούς.

Το νομικό πλαίσιο είναι άλλοτε σαφές, προσδιοριζόμενο από πλήθος κανόνων,άλλοτε όχι. Διακηρύσσεται, βέβαια,  η δικαστική ανεξαρτησία, η υποχρέωση του δικαστή να υπακούει μόνο στους νόμους και στη συνείδησή του, έχουν προβλεφθεί ειδικές ρυθμίσεις για την εξασφάλιση της εσωτερικής ανεξαρτησίας του  και υφίστανται  πλέον και διεθνή κείμενα  και νομολογία με συναφές περιεχόμενο. Από την άλλη, πολλές υποχρεώσεις του δικαστή κατά  την εσωτερική λειτουργία της δικαστικής υπηρεσίας δεν είναι σαφείς, ούτε βέβαια  ορίζονται  ειδικοί κανόνες για τη  συμπεριφορά του  στον ιδιωτικό του βίο. Η ελευθερία της έκφρασης του δικαστή  εντάσσεται κυρίως σε αυτό το πλαίσιο.

Όπως πιο πριν υπαινίχτηκα, δεν θεωρώ ότι υπάρχει, καταρχήν, ανάγκη εκ προοιμίου  ειδικού προσδιορισμού  της εν γένει στάσης του δικαστή εντός και εκτός της υπηρεσίας. Υπάρχει όμως ανάγκη για διατύπωση  γενικών αρχών που θα βοηθήσουν τον δικαστή. Πρέπει να  επιδεικνύει αμεροληψία κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής κρίσης του, αλλά και να διαθέτει το αναγκαίο κύρος για την επιτυχή  άσκηση της αποστολής του. Μπορεί συχνά  και μόνος του να εφαρμόζει  ορισμένους αυτοπεριορισμούς στη συμπεριφορά και την έκφραση των απόψεών του, πλην φαίνεται πλέον αναγκαία  η ρητή διατύπωση κάποιων γενικής φύσης κανόνων δεοντολογίας. Τούτο έχει επιχειρηθεί σε ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική αλλά και στη χώρα μας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώ ετοιμάζεται  ένα σημαντικό κείμενο από το Συμβούλιο της Επικρατείας για την εν γένει διοικητική δικαιοσύνη.

Γενικοί  κανόνες δεοντολογίας  πρέπει να υπάρχουν και   σε σχέση με τις συμπεριφορές των δικαστών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αυταρχικές ή αγενείς συμπεριφορές προέδρων προς τους δικηγόρους, τους διαδίκους ή τους πολίτες είναι απαράδεκτες. Όπως είναι απαράδεκτο και το αντίστροφο. Προσοχή πρέπει ακόμα να δίνεται στις συμπεριφορές των δικαστών προς τους δικαστικούς υπαλλήλους. Η υπερβολική  εκατέρωθεν οικειότητα βλάπτει το κύρος της δικαιοσύνης. Η σχέση επίσης του διοικητικού δικαστή με τη διάδικο Διοίκηση πρέπει να αναδεικνύει την υπερέχουσα θέση της δικαιοσύνης, όταν κρίνει τη νομιμότητα των πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, υπό συνθήκες πάντως σεβασμού  της άλλης  ελεγχόμενης εξουσίας. 

Κρίσιμο είναι το ερώτημα αν η συμπεριφορά του δικαστή και η γένει δράση του στον ιδιωτικό του βίο  υπόκειται ή όχι σε περιορισμούς και εάν ναι σε ποιους. Πρόκειται για θέμα ρευστό που επηρεάζεται από τις  μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες. Κοινός παρονομαστής είναι η εμπιστοσύνη του λαού στην αμεροληψία του, όπως τούτο άλλωστε απαιτείται ακόμα και για το δημόσιο υπάλληλο. Αν η αμεροληψία και το κύρος  εξασφαλίζεται από το δικαστή ή τον εισαγγελέα, θα πρέπει να τους αναγνωρίζεται κατά τα λοιπά η μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία έκφρασης.

Ο δικαστής είναι  επιστήμονας και μπορεί να καλλιεργεί ελεύθερα την νομική επιστήμη  αλλά και τις άλλες επιστήμες ή τέχνες. Είναι πολίτης αυτής της χώρας και , συνεπώς, μπορεί ελεύθερα να δραστηριοποιείται, κατά τα άρθρα κυρίως 5, 5Α και 14 του Συντάγματος. Οφείλει όμως να δρα και να εκφράζεται με ευπρέπεια και σοβαρότητα, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα, αποφεύγοντας τις κομματικές εκδηλώσεις, αλλά  αναπτύσσοντας κατά τα λοιπά ελεύθερα την προσωπικότητά του. Κυρίως πρέπει να αποφεύγει να παίρνει εκ των προτέρων θέση για ζήτημα που πρόκειται να αχθεί δικαστικά ενώπιον του. 

Θεωρούμε καίριο ζήτημα εκείνο της εξυπηρέτησης  της ανεξαρτησίας του δικαστή μέσα από τη διαμόρφωση από αυτόν ενός ελεύθερου, δημοκρατικού, αλλά και χωρίς  ιδεολογικές παρωπίδες φρονήματος. Ο δικαστής πρέπει να είναι ένας σκεπτόμενος άνθρωπος, να ενημερώνεται σωστά και να δρα και να εκφράζεται ελεύθερα, έχοντας όμως πάντοτε υπόψη ότι σηκώνει στους ώμους του το βαρύ φορτίο του κριτή ανθρώπων και θεσμών. Η ευθύνη του είναι μεγάλη και το έργο του δύσκολο, πλην όταν η σύνθεση φαινομενικά αντίθετων αξιών συγκεντρώνεται  στο πρόσωπό του με επιτυχία, το αποτέλεσμα  είναι εξαιρετικά επαινετέο . Άλλωστε, ο κάθε δικαστής συνθέτει μια ξεχωριστή προσωπικότητα και η ανομοιομορφία αυτή ανάμεσα σε δικαστές είναι ιδιαίτερα επιθυμητή. Θα θυμάμαι πάντα ότι στη Σχολή Δικαιοσύνης στο Μπορντώ της Γαλλίας μας έλεγαν ότι επιδίωξη εκείνης της Σχολής ήταν ακόμα και οι διδάσκοντες να ανήκουν σε διαφορετικά πολιτικά ρεύματα, προκειμένου οι μελλοντικοί δικαστές να δέχονται ποικιλία ιδεολογικών ερεθισμάτων κατά τη διάρκεια της εκεί εκπαίδευσής τους για να μη διαμορφώνουν μια συγκεκριμένη και εκ των προτέρων προσδιορισμένη προσωπικότητα. Ο δικαστής πρέπει κυρίως να είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος, με ανοιχτό μυαλό, με διαρκή έφεση για μόρφωση και κριτική διάθεση. Αρκεί, βέβαια, να μη θέλει να υποκαθιστά τους εκπροσώπους του λαού με τις επιθυμίες του, γιατί τότε χάνει τη συνταγματική του νομιμοποίηση.

Γιώργος Σταυρόπουλος

12.10.2021


Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ", τ. 8, Νοέμβριος 2021