23 Ιανουαρίου 2014

Συζήτηση με τίτλο «Είναι η δημοκρατία … αντιμνημονιακή;


Την Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014 το «∆ΙΚΤΥΟ» για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη διοργάνωσε συζήτηση με τίτλο

Είναι η δημοκρατία … αντιμνημονιακή;

H εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα, με τον Hannes Swoboda, Επικεφαλής της ομάδας των Σοσιαλιστών & ∆ημοκρατών του Ευρωκοινοβουλίου, με αφορμή την έρευνα του think tank DEMOS για την ποιότητα του δημοκρατικού συστήματος στην Ευρώπη μέσα στην περίοδο της κρίσης.


Στη συζήτηση, που συντόνισε η δημοσιογράφος Αγγελική Σπανού, συμμετείχαν οι:

Άννα ∆ιαμαντοπούλου, Πρόεδρος του «∆ΙΚΤΥΟΥ», Σωτήρης Γκορίτσας, Σκηνοθέτης, Βάσω Κιντή, καθηγήτρια Φιλοσοφίας, Μαριλένα Κοππά, Ευρωβουλευτή, Γιώργος Σταυρόπουλος, επ. αντιπρόεδρος του ΣτΕ & πρώην υπουργός Επικρατείας.

Τοποθετήθηκαν επίσης οι Χρίστος ∆ήμας, Βουλευτής Κορινθίας Ν∆, Πάνος Σκουρλέτης, Εκπρόσωπος Τύπου ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Ανδρουλάκης, Γραμματέας Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Παπαδόπουλος, Μέλος Κεντρικής Επιτροπής ∆ΗΜΑΡ.

Ακολουθεί η εισήγησή μου


Η Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση του 1974 λειτούργησε ως ένα τυπικό δημοκρατικό κράτος του δυτικού κόσμου. Ο πολιτικός διάλογος υπήρξε ελεύθερος, τα δυο παραδοσιακά κόμματα εναλλασσόταν στην εξουσία μέσα από άμεμπτες εκλογικές διαδικασίες, ο Τύπος υπήρξε ελεύθερος , το Κράτος Δικαίου τυπικά λειτουργούσε, τα Δικαστήρια δεν κατηγορήθηκαν για μεροληπτικές αποφάσεις.
Σε πολιτικό επίπεδο, ποτέ η Δημοκρατία στην Ελλάδα δεν λειτούργησε τόσο αδιατάρακτα. Ο ελληνικός λαός απόλαυσε για δεκαετίες τις πολιτικές ελευθερίες που παλαιότερα στερείτο. Η Ελληνική Δημοκρατία επανήλθε στο Συμβούλιο της Ευρώπης (από το οποίο εκδιώχθηκε επί της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών) και έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και μέλος της ζώνης του ευρώ. Παράλληλα, με την άνθιση της πολιτικής δημοκρατίας, μεγάλα στρώματα του πληθυσμού απόλαυσαν τα αγαθά μιας πρωτόγνωρης οικονομικής ευμάρειας.
Η επίπλαστη όμως ευημερία έκρυβε με επιμέλεια τα σαθρά της θεμέλια. Κανείς δεν φαινόταν να ανησυχεί ιδιαίτερα για τον υπερδανεισμό της Χώρας, για την υπερδιόγκωση του Κράτους από τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό υπαλλήλων, που προσλαμβανόταν συχνά μέσα από πελατειακές λογικές και εξελισσόταν συνήθως στην όποια εσωτερική ιεραρχία, με βάση κυρίως την κομματική του ταυτότητα και όχι τις ικανότητες τους. Κανείς δεν φαίνεται ότι ενδιαφερόταν για την αποτροπή της κατασπατάλησης των δωρεάν κοινοτικών πόρων σε τομείς, όπως η γεωργία ή η απασχόληση, για τη κατάρτιση και εφαρμογή ενός αξιόπιστου σχεδίου οικονομικής ανάπτυξης, για τον σχεδιασμό και εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που είχε ανάγκη η Χώρα, για την ανατροπή επιζήμιων συντεχνιακών λογικών και πρακτικών, για τον τερματισμό της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος και για την κατάργηση του κομματικού Κράτους.
Βρέθηκε, έτσι, η Χώρα το 2010 μπροστά στην αδυναμία χρηματοδότησης του Κράτους και της οικονομίας, καθώς και της εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων προς τρίτους, αφού η στρόφιγγα των αγορών έκλεισε. Εκείνη την εποχή η λογική δανεισμού βάσει ενός οικονομικού προγράμματος, σε συμφωνία με όσους ήσαν διατεθειμένοι να μας δανείσουν, αποτελούσε μάλλον μονόδρομο.
Η άλλη επιλογή, η άτακτη χρεωκοπία και η έξοδος από το ευρώ, θα οδηγούσε άμεσα σε οικονομική ασφυξία, ιδίως τα ασθενέστερα τμήματα του πληθυσμού. Έτσι, ήρθε η εποχή των «μνημονίων», δηλαδή οικονομικών προγραμμάτων, των οποίων το περιεχόμενο συχνά επιβλήθηκε από τους δανειστές, λόγω των πιεστικών ταμειακών αναγκών της Χώρας, και των οποίων οι ρυθμίσεις άλλοτε είχαν θετικά αποτελέσματα (όπως περιορισμό της σπατάλης, εξορθολογισμό στη λειτουργία του Κράτους, καταπολέμηση των συντεχνιακών συμφερόντων) και άλλοτε αρνητικά (υπερφορολόγηση, μείωση μισθών και συντάξεων και, συνακόλουθα, μείζονα οικονομική ύφεση). Η ελληνική, βέβαια, πλευρά έδειξε, αρκετές φορές, απροθυμία ή και άρνηση εφαρμογής, αναφορικά με αυτές τις δεσμεύσεις των οικονομικών προγραμμάτων που είχε αποδεχθεί, αλλά και οι εκπρόσωποι των δανειστών έδειξαν, συχνά, αδιαλλαξία κατά τις διαρκείς διαπραγματεύσεις, αλλά και άγνοια πολλών πτυχών του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδας. Και πρέπει να σημειωθεί ότι το κάθε φορά νεότερο οικονομικό πρόγραμμα που συμφωνείτο καθίστατο αναγκαίο, άλλοτε, λόγω αστοχιών κατά την κατάρτιση του προηγούμενου προγράμματος, και, άλλοτε, λόγω μη εφαρμογής από την ελληνική πλευρά ορισμένων προβλέψεων του, ενώ η γνωστή τροΐκα, συχνά, περιέπλεκε τα προβλήματα στηριζόμενη ακόμα και σε ιδεολογικής φύσης εμμονές.
Τα οικονομικά προγράμματα φαίνεται ότι, τυπικά τουλάχιστον, βαίνουν προς το τέλος τους. Μπορούν να διατυπωθούν διαφορετικές απόψεις ως προς την συνολική τους οικονομική επιτυχία. Εκείνο που ειδικότερα αξίζει εδώ να ερευνηθεί είναι αν έβλαψαν ή όχι τη Δημοκρατία στον Τόπο μας. Και ως Δημοκρατία ας νοηθεί το σύνολο εκείνο των αξιών, κανόνων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προσιδιάζουν σ' ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου, όπως οφείλει να είναι η Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 25παρ.1 του Συντάγματος.
1. Ας σημειωθεί, καταρχάς, ότι οι μεγάλες σε έκταση ρυθμίσεις των οικονομικών προγραμμάτων, καθώς ψηφίστηκαν, μέσα σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια, υπό την πίεση της ανάγκης, υπήρξαν, συχνά, νομοτεχνικά και όχι μόνο ατελείς. Το χειρότερο όμως ήταν ότι προέβλεπαν μια σχεδόν διαρκή λειτουργία ενός μη κοινοτικού οργάνου, της λεγόμενης τροΐκας, στην οποία συμμετείχε και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στο εν λόγω όργανο ανατέθηκε η διαρκής επικαιροποίηση των υποχρεώσεων της Ελλάδας ενόψει της τμηματικής καταβολής των δανειακών δόσεων από τους δανειστές της.
Το άτυπο αυτό όργανο, που στερείτο δημοκρατικής νομιμοποίησης, συνομιλούσε και συναποφάσιζε, όταν δεν επέβαλε (συχνά με εκβιαστικό τρόπο), στους εκπροσώπους της δημοκρατικά νομιμοποιημένης ελληνικής κυβέρνησης, πλείστες οικονομικής φύσης αποφάσεις. Εύλογα, λοιπόν, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς ποια, υπό το καθεστώς των εν λόγω οικονομικών προγραμμάτων, είναι η εμβέλεια του άρθρου 106 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο αναθέτει στο Κράτος (και όχι και σε άλλο διεθνές όργανο) τον προγραμματισμό και το συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας στη Χώρα, με την ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας.
Παράλληλα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, συχνά, για την επιτάχυνση της έναρξης ισχύος μνημονιακής φύσης υποχρεώσεων, παραβιάσθηκαν διατάξεις τόσο του Συντάγματος όσο και του Κανονισμού της Βουλής. Χαρακτηριστικά επισημαίνουμε ότι το άρθρο 44 του Συντάγματος παρέχει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, το δικαίωμα να εκδίδει Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (Π.Ν.Π.), που έχουν άμεσα ισχύ, και υποβάλλονται για κύρωση στη Βουλή, το πολύ σε σαράντα (40) ημέρες, μόνον όμως όταν συντρέχουν έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Δεκάδες, δυστυχώς, υπήρξαν οι περιπτώσεις, όπου κατά παραβίαση της εν λόγω διάταξης , εκδόθηκαν Π.Ν.Π, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζει το Σύνταγμα. Η Βουλή, το κατ' εξοχήν, αντιπροσωπευτικό σώμα στη Δημοκρατία, παρακάμφθηκε συστηματικά, κατά πρωτοφανή παραβίαση του Συντάγματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η κατάργηση της ΕΡΤ με ΠΝΠ, χωρίς τούτο να επιβάλλεται από καμία εξαιρετικά επείγουσα ή έκτακτη ανάγκη, όπως ορίζει το Σύνταγμα.
2. Οι μνημονιακές υποχρεώσεις υπαγορεύτηκαν, κυρίως, από την ανάγκη για άμεση είσπραξη εσόδων και άμεση μείωση δαπανών. Τα μέσα όμως που χρησιμοποιήθηκαν, σχετικά, προσέβαλαν, συχνά, την αρχή της ισότητας, λόγω του οριζόντιου χαρακτήρα τους. Μεγάλες κατηγορίες του πληθυσμού, που τελούσαν υπό διαφορετικές συνθήκες, εθίγησαν εξίσου, κατά παράβαση των αρχών της αναλογικής ισότητας (άρθρα 4 και 25παρ.1 του Συντάγματος). Παραβιάσθηκε, τόσο de jure όσο και de facto, η κατά το άρθρο 4 παρ.5 του Συντάγματος υποχρέωση συνεισφοράς των ελλήνων πολιτών στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Επιβαρύνθηκαν, καίρια, κυρίως, οι ειλικρινείς φορολογούμενοι, ενώ ευνοήθηκαν και πάλι όσοι συστηματικά φοροδιαφεύγουν, ήτοι πολλοί εισοδηματικά εύποροι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι εν γένει αυτοαπασχολούμενοι και πολλοί αγρότες. Από την άλλη πλευρά, μειώθηκαν σημαντικά οι αποδοχές των μισθωτών, με αποτέλεσμα την προς τα κάτω συμπίεση των μισθών των εργαζομένων στο δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Δεν εκτιμήθηκε ιδιαίτερα ότι η μείωση, ισοπεδωτικά, του μισθολογικού κόστους δεν ήταν δίκαιη, αλλά ούτε παραγωγική, καθώς έπληττε καίρια και τους δύο αυτούς τομείς της οικονομίας. Χαρακτηριστική υπήρξε η απροθυμία μεγάλου μέρους του πολιτικού προσωπικού να συγκρουσθεί με τα ιδιωτικά συμφέροντα, όταν τα τελευταία αθετούν τις προς το Κράτος υποχρεώσεις τους. Κάτι ακόμη χειρότερο, ιδιαίτερη υπήρξε η απροθυμία των ιθυνόντων να καταπολεμήσουν την εκτεταμένη διαφθορά στο δημόσιο χώρο. Θα μπορούσα για πολύ να μιλώ για τις προσωπικές μου, απογοητευτικές, εμπειρίες, όταν από υπεύθυνες θέσεις, έβρισκα, και προσωπικά, τεράστιες αντιστάσεις στην προώθηση μέτρων για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Χάθηκε έτσι πολύτιμος χρόνος. Βοήθησα όσο μπορούσα στην κατάρτιση και τη ψήφιση από τη Βουλή του νέου, πολύ αυστηρότερου, πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων, του Ν.4057/2012, ώστε να μπορέσουν επιτέλους να αποβληθούν από το Δημόσιο, οι διεφθαρμένοι δημόσιοι υπάλληλοι. Βρήκα πλείστες αντιστάσεις από πολλές πλευρές. Ο νόμος όμως ψηφίστηκε και, επιτέλους, εφαρμόζεται, αν και, κάποτε, άστοχα τροποποιημένος, εντωμεταξύ. Όμως , πρέπει να σημειωθεί ότι για ένα ολόκληρο χρόνο από τη ψήφιση του οι αρμόδιοι υπουργοί αρνιόντουσαν έμμεσα αλλά ουσιαστικά να τον εφαρμόσουν, με το να μη συγκροτούν τα νέα αμερόληπτα πειθαρχικά συμβούλια. Το πελατειακό σύστημα που παραδοσιακά κυριαρχούσε στη Χώρα, έκανε ένα ολόκληρο χρόνο για να συνειδητοποιήσει το αυτονόητο, ότι η κομματική συναλλαγή δεν πρέπει να έχει θέση στα όργανα που κρίνουν τις περιπτώσεις διαφθοράς στο Δημόσιο. Ευτυχώς, έστω και αργά, το κατάλαβε και ήδη οι διεφθαρμένοι δημόσιοι υπάλληλοι απολύονται, χωρίς τις εγγενείς αναστολές του παρελθόντος.
3. Βασική αρχή του Κράτους Δικαίου, η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης , χλευάστηκε θεσμικά από τα μέτρα που διαχρονικά λήφθηκαν για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Το κοινωνικό συμβόλαιο Κράτους – Πολίτη παραβιάστηκε βάναυσα. Το Κράτος μονομερώς πήρε τόσα πολλά δυσμενή μέτρα σε βάρος του ανυποψίαστου πολίτη, ώστε ο τελευταίος να χάσει σχεδόν πλήρως την εμπιστοσύνη του προς αυτό. Μακροχρόνιες καταστάσεις ξαφνικά ανατράπηκαν χωρίς συχνά ο πολίτης να έχει καμία ευθύνη για τη δυσμενή αυτή εξέλιξη, κυρίως στον μισθολογικό, ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό τομέα.
4. Το ίδιο το ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 του Συντάγματος) ήδη απειλείται, λόγω της υπερφορολόγησης της. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα (τέλη 2013) επιβλήθηκαν δυσβάστακτοι φόροι στην ιδιοκτησία. Σε μια εποχή, κατά την οποία το δικαίωμα στην ιδιοκτησία έχει αποδυναμωθεί, αφού, τόσο η εκμετάλλευσή της όσο και η μεταβίβασή της, έχουν γίνει εξαιρετικά δυσχερείς λόγω της οικονομικής κρίσης, η υπερφορολόγηση οδηγεί τους ιδιοκτήτες σε απόγνωση. Πολύ περισσότερο, όταν η υπερφορολόγηση αυτή καταντά αντισυνταγματική, με το δεδομένο ότι στηρίζεται, μεταξύ άλλων, και σε παρωχημένες, δήθεν «αντικειμενικές» αξίες, που όμως , κατά κοινή πείρα, δεν ισχύουν πλέον.
5. Τα κοινωνικά δικαιώματα, βασικός πυλώνας του κοινωνικού κράτους δικαίου, που κατά το Σύνταγμα ισχύει στη Χώρα μας, δοκιμάσθηκαν τα τελευταία χρόνια. Η πρωτοφανής ανεργία της τάξης του 27%, και ιδίως η αντίστοιχη ανεργία των νέων (άνω του 57%), λοιδορούν την επιταγή του άρθρου 22 παρ.1 του Συντάγματος περί του δικαιώματος στην εργασία. Αλλά και η εμβέλεια, στην πράξη, του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, που κατοχυρώνει τυπικά το άρθρο 22 παρ.5 του Συντάγματος, έχει υποχωρήσει, μετά τις μεγάλες μειώσεις των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών. Το ίδιο ισχύει και για το δικαίωμα στη δημόσια υγεία που προσδιορίζεται στο άρθρο 21 παρ.3 του Συντάγματος, του οποίου η απόλαυση έχει επιδεινωθεί.
Αξιοσημείωτη είναι, σχετικά, πρόσφατη ανακοίνωση της Εταιρείας Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για τη Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, που είναι μέλος της αντίστοιχης Ευρωπαϊκής οργάνωσης MEDEL, η οποία επισημαίνει την υποχώρηση των συνταγματικών δικαιωμάτων που προαναφέρθηκαν. Η Εταιρεία Δικαστών υπογραμμίζει, ακόμη, ότι η ατελής εφαρμογή των πιο πάνω συνταγματικών επιταγών δυσχεραίνει ακόμα και την ίδια την ανάπτυξη της προσωπικότητας των πολιτών (άρθρο 5 του Συντάγματος), αλλά και προσβάλει την αξία του ανθρώπου, που αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας (άρθρο 2 του Συντάγματος).
Συμπέρασμα:
Η οικονομική και κοινωνική κρίση που διέρχεται η Χώρα μας έχει εξελιχθεί σε κρίση και των δημοκρατικών θεσμών. Ο ελληνικός λαός, όπως τονίζεται στην έκθεση της DEMOS, είναι βαθειά δημοκρατικός, διέρχεται όμως «κρίση αξιών» και έχει χάσει, σε μεγάλη έκταση, την πίστη του στο πολιτικό σύστημα της Χώρας. Η έξαρση της βίας τα τελευταία χρόνια και η ενίσχυση των πολιτικών άκρων, με κορυφαία σε επικινδυνότητα εκείνη της Χρυσής Αυγής, είναι εξαιρετικά ανησυχητική. Δημιουργεί επίσης έντονο προβληματισμό, η άλλη τάση, που επίσης υπογραμμίζεται στην έκθεση της DEMOS, της αποχής από την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Πρακτική που επίσης υπονομεύει του δημοκρατικούς θεσμούς και το αντιπροσωπευτικό σύστημα.
Τα γνωστά «μνημόνια», βαίνουν προς το τέλος τους. Τι όμως θα ακολουθήσει; Μήπως νέα οικονομικά προγράμματα έναντι, μιας νέας χρηματοδότησης; Θα ξαναθυμηθούμε άραγε, και αυτή επικαιροποιημένη, την παλιά μοναρχική κραυγή: «Ο Βασιλεύς απέθανε! Ζήτω ο (νέος) Βασιλεύς»;
Εκείνα που πάντως σίγουρα πρέπει να γίνουν είναι, συνοπτικά, τα εξής τέσσερα:
  • Πρώτο: Να σταματήσει η υπερφορολόγηση των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων του ελληνικού λαού.
  • Δεύτερο: Να καταρτισθεί εθνικό σχέδιο για την ανάπτυξη, που θα επιτρέψει την οριστική έξοδο από την κρίση. 
  • Τρίτο: Να συνεχισθούν οι δικαστικές και διοικητικές ενέργειες για την κάθαρση του δημόσιου βίου της Χώρας από εκείνους που παρέβηκαν τον όρκο τους, και 
  • Τέταρτο: Να καταρτισθεί ένα εθνικό σχέδιο αναδιάρθρωσης του δημοσίου και των οργανισμών του.
Ίσως, έτσι, το χαμόγελο της ελπίδας ανθίσει και πάλι στις ψυχές των ελλήνων πολιτών.

Γιώργος Σταυρόπουλος